Ψάχνουν τους καλύτερους που θα παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ευημερία τους – Η στρατηγική για την προσέλκυση ανθρώπων υψηλών επιδόσεων – Πρώτη η Ελβετία, 43η η Ελλάδα στον ανταγωνισμό των χωρών για τα ταλέντα
«Ψάχνουμε ταλέντα και ικανότητες». Αυτό διαμηνύουν οι διοικήσεις όταν αναζητούν εναγωνίως ανθρώπους για να καλύψουν θέσεις-κλειδιά στις επιχειρήσεις τους για να διαφοροποιηθούν και να παραμείνουν ανταγωνιστικές στην αγορά. Η παγκόσμια κρίση, άλλωστε, σε συνδυασμό με την εκρηκτική εξέλιξη της τεχνολογίας επιβάλλει στην επιχειρηματική κοινότητα την ενδυνάμωση του ανθρώπινου δυναμικού με εργαζομένους που θα παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάπτυξη και την επιτυχία της, γι’ αυτό και ο εντοπισμός τους σε πρώτη φάση και η διατήρησή τους σε δεύτερη, εξελίσσεται σε… «πόλεμο» μεταξύ των εταιρειών, αποτελώντας μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της εποχής.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ειδικοί επί των ζητημάτων ανθρώπινου δυναμικού, αναφερόμενοι στα «ταλέντα» κάνουν λόγο για παράγοντες που λειτουργούν καθοριστικά στην αγορά εργασίας, καθώς επιδρούν στην αποκατάσταση της ευημερίας, στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, στη διατήρηση της δυναμικής των οικονομιών υψηλής ανάπτυξης και στην εξάλειψη της φτώχειας.
Πρώτη στους καλύτερους η Ελβετία – 43η η Ελλάδα
Την πρώτη θέση στους «καλύτερους» κατέχει η Ελβετία, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση για τον Παγκόσμιο Δείκτη Ανταγωνιστικότητας Ταλέντων (GTCI) που παρουσίασε το 2017 ο Όμιλος Adecco -ένας από τους μεγαλύτερους εργοδότες στον κόσμο- σε συνεργασία με το INSEAD και το Human Capital Leadership Institute και η οποία καταγράφει την ικανότητα 118 χωρών να ανταγωνίζονται για τα ταλέντα. Στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Σιγκαπούρη, ενώ την πεντάδα κλείνουν το Ηνωμένο Βασίλειο, οι ΗΠΑ και η Σουηδία. Στο top 10 συμπεριλαμβάνονται η Αυστραλία, το Λουξεμβούργο, η Δανία, η Φινλανδία και η Νορβηγία.
Πάνω από τον μέσο όρο και συγκεκριμένα στη 43η θέση (από την 49η που κατείχε πέρυσι) βρίσκεται η Ελλάδα, η οποία ωστόσο εξακολουθεί να υστερεί στην προσέλκυση και διατήρηση ταλαντούχων εργαζομένων, κυρίως λόγω των χαμηλών μισθών, των υψηλών εισφορών και φόρων, και της ελλιπούς συνεργασίας ανάμεσα στην πολιτεία, τους εκπαιδευτικούς φορείς και τον επιχειρηματικό κόσμο.
«Το GTCI (Global Talent Competitiveness Index) διακρίνει δύο είδη ταλέντων, τα οποία μπορούν να μεταφραστούν ως μεσαίου και υψηλού επιπέδου ικανότητες και δεξιότητες. Οι δεξιότητες μεσαίου επιπέδου, που χαρακτηρίζονται ως επαγγελματικές και τεχνικές δεξιότητες, περιγράφουν τις δεξιότητες που αποκτώνται μέσω της επαγγελματικής κατάρτισης και σχετίζονται με τους τεχνικούς ρόλους των εργαζομένων. Οι δεξιότητες υψηλού επιπέδου, που χαρακτηρίζονται ως δεξιότητες παγκόσμιας γνώσης, αφορούν σε γνώσεις και δεξιότητες στελεχών σε διευθυντικούς ή ηγετικούς ρόλους. Ο οικονομικός τους αντίκτυπος αξιολογείται χρησιμοποιώντας δείκτες που σχετίζονται με την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα» διευκρινίζει η Marketing & Communications Manager της Adecco Ελλάδος, Ευαγγελία Ίσαρη, αναφορικά με το τι εννοούμε «ταλέντο».
Στο ερώτημα τι πρέπει να κάνουν οι εταιρείες για να προσελκύσουν ταλέντα και να γίνουν πιο ανταγωνιστικές σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο εργασιακό περιβάλλον η κυρία Ίσαρη απαντά: «Οι επιχειρήσεις πρέπει να αποκτήσουν πιο ευέλικτες δομές για να αντιμετωπίσουν την ολοένα και μεγαλύτερη αστάθεια που επικρατεί παγκοσμίως στην αγορά. Καθώς οι εργαζόμενοι γίνονται πιο ανεξάρτητοι, οι οργανισμοί γίνονται πιο επίπεδοι, γεγονός που κάνει τη συνεργασία και το αποτέλεσμα να υπερισχύουν σε σημασία έναντι της παραδοσιακής άκαμπτης ιεραρχίας και εξουσίας. Επίσης, είναι απαραίτητο οι εταιρείες να υιοθετήσουν τις τεχνολογικές εξελίξεις και να αξιοποιήσουν τα εφόδια που προσφέρονται, διαφορετικά σύντομα δεν θα μπορούν να επιβιώσουν στο ιδιαίτερα ανταγωνιστικό περιβάλλον όπου δραστηριοποιούνται. Αυτό φυσικά προϋποθέτει και την ανάγκη οι επιχειρήσεις να επενδύσουν στην κατάρτιση και τη συνεχή ανάπτυξη του προσωπικού τους, το οποίο θα πρέπει να υποστηριχθεί για να είναι σε θέση να ανταποκρίνεται στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της εκάστοτε θέσης και της εταιρείας».
Στην Ελλάδα πόσο εφικτό είναι να δημιουργηθούν καλύτερες συνθήκες για την προσέλκυση ταλέντων, με δεδομένες τις οικονομικές συγκυρίες και τα υψηλά ποσοστά ανεργίας; «Οι πολιτικές που σχετίζονται με την εκπαίδευση και την αγορά εργασίας αποτελούν τις βασικές προκλήσεις στην προσπάθεια μεταρρυθμιστικών αλλαγών, ώστε η Ελλάδα να μπορέσει να γίνει ανταγωνιστικότερη όσον αφορά στο θέμα «Ταλέντο». Η συνεργασία μεταξύ κυβερνητικών, επιχειρηματικών και εκπαιδευτικών φορέων είναι απαραίτητη τόσο για την επίτευξη της μεταρρύθμισης του εκπαιδευτικού συστήματος όσο και για τον σχεδιασμό πολιτικών απασχόλησης που συνδυάζουν την ευελιξία στην αγορά εργασίας και την κοινωνική προστασία. Το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να αναπτύσσει τις δεξιότητες που χρειάζεται η αγορά εργασίας και οι οποίες είναι απαραίτητες για την ενίσχυση της απασχολησιμότητας των εργαζομένων και υποψηφίων στις νέες συνθήκες που επικρατούν στον κόσμο της εργασίας. Πρόκειται για δεξιότητες αναγκαίες από όλους τους κλάδους και όχι μόνο, όπως λανθασμένα πολλοί πιστεύουν, από τους STEM (Science, Technology, Engineering, Mathematics)» σημειώνει η Marketing & Communications Manager της παγκοσμίου εμβέλειας εταιρείας στην παροχή λύσεων ανθρώπινου δυναμικού, περιγράφοντας το νέο προφίλ του «ταλέντου»:
«Οι νέοι πρέπει να έχουν την ικανότητα να «μαθαίνουν πώς να μαθαίνουν» και ταυτόχρονα να αναπτύσσουν δεξιότητες όπως η δημιουργικότητα, η επίλυση σύνθετων προβλημάτων και η ικανότητα αποτελεσματικής επικοινωνίας. Τα προγράμματα σπουδών πρέπει να περιλαμβάνουν βιωματικές προσεγγίσεις, συμπεριλαμβανομένων των ευκαιριών κατάρτισης μέσω εργασίας, όπως αυτές που προσφέρονται από τα προγράμματα μαθητείας. Για τους νέους εργαζόμενους που λειτουργούν σε περιβάλλον «sharing economy», όπου κυριαρχεί η ανταλλαγή ανθρώπινων, φυσικών και πνευματικών πόρων, η ανάγκη για προστασία συμβαδίζει με την αναζήτηση ευελιξίας. Για να εξασφαλιστούν όμως ίσοι όροι σε όλες τις μορφές απασχόλησης, πρέπει να υπάρξει το κατάλληλο νομοθετικό πλαίσιο. Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να διευκολύνουν την επανεκπαίδευση και την κινητικότητα ως απάντηση στις ανάγκες της αγοράς. Τέλος, πρέπει να μειωθεί η γραφειοκρατία και να έχουμε πιο «ενεργές» πολιτικές απασχόλησης για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας και τη δημιουργία θέσεων εργασίας».