Μάνος Χατζιδάκις: Ο μελωδός των ονείρων που γεννήθηκε σαν σήμερα πριν 95 χρόνια

Αυτό που επί της ουσίας μας χάρισε, και συνεχίζει διαχρονικά να συμβολίζει, είναι ένας διαφορετικός δρόμος στη μουσική αλλά και στη ζωή

Του Proto Thema

Αναστασία Κουκά

«Ήρθα για να σας δείξω ο ίδιος την οδό ονείρων. Δεν ξεχωρίζει. Είναι ένας δρόμος σαν όλους τους άλλους δρόμους της Αθήνας. Είναι, ας πούμε, ο δρόμος που κατοικούμε. Μικρός, ασήμαντος, λυπημένος, τυραννικός μα κι απέραντα ευγενικός. Έχει πολύ χώμα, πολλά παιδιά, πολλές μητέρες πολλές ελπίδες και πολύ σιωπή. Κι όλα σκεπασμένα από έναν τρυφερό μα κι αβάστακτο ουρανό. Εδώ σ’ αυτόν τον δρόμο γεννιόνται και πεθαίνουν τα όνειρα τόσων παιδιών, ίσαμε την στιγμή που η αναπνοή τους θα ενωθεί με τ’ ανοιξιάτικο αεράκι του επιταφίου και θα χαθεί. Όμως την νύχτα δεν τους πιάνει ο ύπνος. Κι όταν δεν ονειρεύονται, τραγουδούν»…

 

:Με αυτά τα λόγια υποδέχεται το κοινό του ο Μάνος Χατζιδάκις ένα καλοκαιρινό βράδυ του Ιουνίου, στη σκηνή του θεάτρου Μετροπόλιταν, στην θρυλική, όπως αποδείχτηκε, μουσική του παράσταση «Οδός Ονείρων». Κι ίσως να είναι αυτά τα λόγια του τα ιδανικότερα για να αποτυπώσουν τον καλλιτεχνικό, τον ιδεολογικό και τον ψυχικό κόσμο του κορυφαίου «Μεγάλου Ερωτικού» Έλληνα μελωδού που γεννήθηκε σαν σήμερα πριν από 95 χρόνια στην Ξάνθη.

Γιατί αυτό που επί της ουσίας μάς χάρισε, και συνεχίζει διαχρονικά να συμβολίζει ο Μάνος Χατζιδάκις, ήταν ένας διαφορετικός δρόμος, στη μουσική αλλά και στη ζωή. Ένας δρόμος φτιαγμένος από μουσικές υπέροχες, λόγια ποιητικά, ιδέες ριζοσπαστικές, σκέψεις διορατικές και κυρίως όνειρα, πολλά όνειρα για έναν καλύτερο κόσμο. Έναν κόσμο, πραγματικό όχι ιδεατό, στον οποίο συνυπάρχουν το καλό με το κακό και η χαρά με τη λύπη, με έναν μαγικό τρόπο όμως καταφέρνει πάντα να βγει στην επιφάνεια το φως, η ελπίδα, η αστείρευτη, παθιασμένη θέληση για ζωή.

 

 

Η μαγική αυτή συνύπαρξη των δύο διαφορετικών όψεων της ζωής και του συναισθήματος χαρακτήριζε, εξάλλου, και τις περισσότερες συνθέσεις του. Όπως ακριβώς το αινιγματικό «Χαμόγελο της Τζοκόντας» – το οποίο ο ίδιος αποθέωσε με την μουσική του, που είναι διαφορετικό ανάλογα με την γωνία από την οποία θα το κοιτάξεις, έτσι και τα περισσότερα έργα του κουβαλούν το σκοτάδι και το φως, την καταστροφή και την γέννηση, το τέλος και την αρχή.

 

Όταν ακούς το συγκλονιστικά μελωδικό «Βαλς των Χαμένων Ονείρων» αρχικά συγκινείσαι με την ματαιότητα της ζωής κι έπειτα, ξαφνικά χαμογελάς γιατί νιώθεις τυχερός για κάποιες μικρές στιγμές της. Όταν ακούς τον «Κυρ Αντώνη» δακρύζεις αλλά σχεδόν ταυτόχρονα μια γλυκιά νοσταλγική ανάμνηση από το παρελθόν μαλακώνει την μελαγχολία…

Όλα αυτά τα σημαντικά ο Χατζιδάκις δεν τα κατέκτησε σκόπιμα, δεν τα προγραμμάτισε, δεν τα κυνήγησε ποτέ ως τρόπαια. «Αδιαφορώ για την δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ» έλεγε και εξασφάλιζε στον εαυτό του το ύψιστο δώρο της απόλυτης ελευθερίας αδιαφορώντας για σχόλια, κριτικές, αντιδράσεις και επαίνους. Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν ο άνθρωπος που δεν πήγε ποτέ να παραλάβει το Όσκαρ που κέρδισε για «Τα Παιδιά του Πειραιά», εκείνος που αμφισβήτησε την πολιτική και τους πολιτικούς υπογραμμίζοντας με σοφία πως «η κατάκτηση αυτής της ανεγκέφαλης Κυρίας, της εξουσίας, δημιουργεί Δίκαιον, μακράν των ονειρικών στόχων μιας επανάστασης» αλλά και αυτός που δήλωνε με έμφαση «λαϊκός αλλά όχι λαϊκίζων». Με δυο λόγια, ήταν ο εαυτός του, ένας εαυτός τον οποίο σκάλιζε ο ίδιος συνέχεια, ακόμη κι όταν μάτωνε και πονούσε, προκειμένου βρει απαντήσεις για τα προσωπικά του μεγάλα ερωτήματα, να γιατρέψει τις εσωτερικές πληγές του και να καταφέρνει να εξελίσσεται.

 

 

Ο Μάνος Χατζιδάκις έζησε ολόκληρη τη ζωή του μακριά από κάθε είδους συμβατικότητες και κατεστημένα, με αφτιά, μάτια και ψυχή διάπλατα ανοιχτά. Αφρουγκραζόταν όχι μόνον τον εαυτό του αλλά και την εποχή του. Ταξίδευε, παρατηρούσε και αποκρυπτογραφούσε προθέσεις και αποφάσεις, συζητούσε, άκουγε, συμφωνούσε αμφισβητούσε. Και κάπως έτσι εξάσκησε τις κεραίες του οι οποίες, από ένα σημείο κι έπειτα, είχαν την ικανότητα να πιάνουν, και μάλιστα με εξαιρετική ευστοχία, εικόνες από το μέλλον.

Δεν είναι λίγες οι φορές, εξάλλου, που «προφήτευσε» μελλοντικά γεγονότα και καταστάσεις. Όπως τότε, το 1993, που έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου επισημαίνοντας πως «ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενυσχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του».

 

 

Ή το 1990 που προέβλεπε πως «η Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι μια νέα μορφή Τουρκοκρατίας για την Ελλάδα» ή και πολύ νωρίτερα, το 1949, όταν στην συγκλονιστική διάλεξή του στο θέατρο Τέχνης εξυμνούσε την αξία του αποποινικοποιημένου ρεμπέτικου.

 

 

Η ειλικρίνεια και η διορατικότητά του, ωστόσο, δεν εκτιμήθηκαν από όλους κι ο ίδιος κλήθηκε να πληρώσει το σκληρό τίμημα πολλών αναίσχυντων επιθέσεων εναντίον του απ’ όλους εκείνους που πλήττονταν από τις μεγάλες αλήθειες του. Εκείνος, όμως, ήταν πολύ «ψηλός» για να τον φθάσουν, πολύ «δυνατός» για να τον αγγίξουν.

Σε ένα συμβατικό αφιέρωμα θα γράφαμε πως ο Μάνος Χατζιδάκις υπήρξε ο κορυφαίος Έλληνας συνθέτης που μεγαλούργησε γράφοντας 61 έργα για το θέατρο, 10 έργα για το αρχαίο δράμα, 77 έργα για τον κινηματογράφο, 11 οργανικά έργα, 36 κύκλους τραγουδιών και έργα για φωνή, 16 μπαλέτα και 3 όπερες.

 

Ο ίδιος όμως απεχθανόταν την αναμνησιολογία και τα μνημόσυνα. Γι’ αυτό είναι προτιμότερο να τον τιμήσουμε, στην ιδιαίτερη αυτή γενέθλια ημέρα του, με μια δική του πεποίθηση η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να λειτουργήσει ως διαχρονικό μότο μιας δημιουργικής ζωής: «Ο,τι έχω ιερό: Να περιφρονώ τις συνήθειες των πολλών, τη λογική του κράτους και την «ηθική» των συγγενών μου. Να αγαπώ με πάθος τους κυνηγημένους, τους ανορθόδοξους και τους αναθεωρητές».