Κώστας Μπουρούσης
Εχει καθίσει ακίνητη, αμίλητη και νηστική στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης κοιτώντας κατάματα αγνώστους για 736 ώρες – αθροιστικά για 30 μερόνυχτα χωρίς παύση. Εχει περπατήσει το μισό Σινικό Τείχος, για την τέχνη – εντάξει, και για να χωρίσει κάπως πιο φαντασμαγορικά με τον κάποτε αγαπημένο της, καλλιτεχνικό alter ego της, επίσης εικαστικό, αείμνηστο Ουλάι. Εχει θυσιάσει τα μαλλιά και τα νύχια της, έχει αυτοτραυματιστεί, έχει κρεμαστεί από οροφές και έχει σκαρφαλώσει σε τοίχους, έχει πλαγιάσει με ανθρώπινους σκελετούς, έχει πλύνει ακόμα και κόκαλα νεκρών αγελάδων στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1997 – το τελευταίο για να ξεπλύνει τα Βαλκάνια από το αιματοβαμμένο παρελθόν τους. Η Μαρίνα Αμπράμοβιτς έχει αφιερώσει το σώμα, την ψυχή, τη ζωή της ολόκληρη στην τέχνη. Για κάποιους αμφιλεγόμενη, για άλλους προκλητική, για μερικούς ακόμα και παρωχημένη. Για πολλούς παραδομένη στην αυταρέσκεια και τον ναρκισσισμό. Κανένας όμως από τους παραπάνω επιθετικούς προσδιορισμούς, καμία από τις ιδέες που έχουν οι άλλοι για εκείνη δεν αφαιρεί έστω και ψήγμα από τη σημασία και τη σπουδαιότητα της 73χρονης Σέρβας εικαστικού αλλά και του έργου της -στην πραγματικότητα, πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος- για τη σύγχρονη τέχνη. Αλλωστε, αν κάτι ξέρει να κάνει καλά, είναι να γίνεται καθρέφτης των άλλων – κυρίως των τιμητών της.
Ακόμα και οι μεγαλύτερες ερωτικές απογοητεύσεις και ματαιώσεις, ο εμφύλιος πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας, η απόπειρα αυτοκτονίας που έκανε στα 16 της χρόνια, η θλίψη που ήταν συνώνυμη των παιδικών χρόνων της, η κακόπιστη κριτική, η αυταρχική μητέρα της, που της επέβαλλε να επιστρέφει σπίτι πριν από τις 10 το βράδυ μέχρι τα 29 χρόνια της, δεν κατάφεραν ποτέ να τη σταματήσουν. Δεν το πέτυχε ούτε η πανδημία του COVID-19 – για εκείνη δεν φταίει άλλωστε ο κορωνοϊός για την αποσύνδεση των ανθρώπων και την αποδόμηση των σχέσεων, αλλά η τεχνολογία.
«Οι νέοι άνθρωποι έχουν πάψει να συνομιλούν εδώ και καιρό», είπε πριν από λίγες ημέρες στο «Dazed». Μπορεί η Αμπράμοβιτς να αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να αναθεωρήσει τον προγραμματισμό του πρώτου οπερατικού έργου της, το οποίο καθοδηγήθηκε από το πάθος και τις συνάψεις που βρίσκει ανάμεσα στον εαυτό της και τη Μαρία Κάλλας, όμως πριν από λίγες ημέρες το παρουσίασε για πρώτη φορά στη σκηνή της Κρατικής Οπερας της Βαυαρίας – με διαφορετικά δεδομένα. Από τις 2.300 θέσεις του θεάτρου μόλις 200 έγιναν διαθέσιμες στο κοινό λόγω social distancing, ενώ οι καινοφανείς συνθήκες έκαναν σχεδόν απαραίτητη τη διάθεση του πρώτου οπερατικού project της Σέρβας καλλιτέχνιδος και μέσω video on demand – έχει και τα θετικά της τελικά η τεχνολογία. Η 93 λεπτών παράσταση «7 Θάνατοι της Μαρίας Κάλλας» θα είναι διαθέσιμη στο operalive.de μέχρι και τις 7 Οκτωβρίου.
Η επιλογή του αριθμού 7 κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Η Αμπράμοβιτς αναμετράται με τους θανάτους επτά οπερατικών ηρωίδων, τις οποίες η Κάλλας χαρακτήρισε με την εμβληματική ερμηνεία της, αλλά και έναν ακόμα. Τον φυσικό θάνατο της Κάλλας στο διαμέρισμά της στο Παρίσι σε ηλικία 53 ετών από καρδιακή προσβολή. Ναι, οι «7 Θάνατοι της Μαρίας Κάλλας» θα μπορούσαν να είναι μια σπαρακτική ωδή για τις ραγισμένες καρδιές. Το παραδέχεται και η ίδια η σκηνοθέτις και ερμηνεύτρια της ήδη πολυσυζητημένης περφόρμανς. «Για πάνω από 25 χρόνια ήθελα να δημιουργήσω ένα έργο αφιερωμένο στη ζωή και την τέχνη της Μαρίας Κάλλας. Πάντα με γοήτευαν η προσωπικότητά της, η ζωή της, ακόμα και ο θάνατός της. Οπως πολλές από τις ηρωίδες της όπερας που δημιούργησε επί σκηνής, έτσι και η ίδια πέθανε από αγάπη. Πέθανε από μια ραγισμένη καρδιά», είπε σε πρόσφατη συνέντευξή της. Διεθνής συμπαραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής με την Κρατική Οπερα της Βαυαρίας (Μόναχο), τη Γερμανική Οπερα του Βερολίνου, τον Μουσικό Μάη της Φλωρεντίας και την Εθνική Οπερα των Παρισίων, το νέο project της Αμπράμοβιτς που αναπτύσσεται σπονδυλωτά μέσα από επτά ταινίες μικρού μήκους -συμμετέχει μάλιστα ο ηθοποιός Γουίλεμ Νταφόε- και την ίδια να εμφανίζεται επί σκηνής και να πεθαίνει τελευταία ως Κάλλας ήταν προγραμματισμένο να παρουσιαστεί και στην Αθήνα, στην αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος» της ΕΛΣ, στις αρχές Ιουλίου. Τελικά, κρίθηκε σκόπιμο και ασφαλέστερο το έργο να μετατεθεί για το καλοκαίρι του 2021. Πάντως, οι πρώτες παραστάσεις του Μονάχου απέσπασαν διθυραμβική κριτική από όσους τις παρακολούθησαν. Αλλά αυτό καθόλου δεν ενδιαφέρει (πια) την Αμπράμοβιτς.
Μπορεί στο ξεκίνημα της καριέρας της, όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει τη ζωγραφική και να αξιοποιήσει ως όργανο της τέχνης το σώμα της, να πάσχιζε για την αποδοχή των άλλων, όμως εδώ και αρκετές δεκαετίες πια τα σχόλια, η απήχηση και ο αφορισμός των έργων της καθόλου δεν την απασχολούν. Ειδικά όταν ξέρει ότι έχει δώσει το περίσσευμα της ενέργειας και της έμπνευσής της σε αυτό που παρουσιάζει. Γι’ αυτό και δεν έχει τον παραμικρό ενδοιασμό να συνεργάζεται με τη Microsoft για το λανσάρισμα των έξυπνων γυαλιών HoloLens 2 -και ας αποσύρθηκε κακήν κακώς η διαφήμιση εξαιτίας συνωμοσιολόγων που την κατηγορούν για σχέσεις με τον αποκρυφισμό και τον σατανισμό-, να εμφανίζεται στο Met Gala συνοδευόμενη από τον επιστήθιο φίλο της Τζέιμς Φράνκο, να δημιουργεί μαζί με (και για) τη Lady Gaga ή τον Jay-Z.
Aλλωστε από τα παιδικά της χρόνια είχε χορτάσει κριτική από την αυταρχική και καταπιεστική μητέρα της. Η γνωριμία της Αμπράμοβιτς με τον κόσμο των ενηλίκων ήταν μια καταστροφή. Ή τουλάχιστον έτσι την ανακαλεί στη μνήμη της η ίδια. Μέχρι τα 6 της μεγάλωσε με τη θρησκόληπτη γιαγιά της, κατόπιν την ανέλαβαν οι ήρωες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου Παρτιζάνοι γονείς της – στην πραγματικότητα, επιστέγασαν τη μάλλον πρώιμη αλλά υπαρκτή υπαρξιακή δυστυχία της. «Τα γενέθλιά μου ήταν θλιβερές περιστάσεις, όχι χαρούμενες. Πρώτον, ποτέ δεν έπαιρνα ωραία δώρα, δεύτερον, η οικογένειά μου ποτέ δεν ήταν πραγματικά ενωμένη. Ποτέ δεν υπήρχε χαρά. Θυμάμαι ότι στα 16α γενέθλιά μου έκλαιγα με λυγμούς επειδή κατάλαβα για πρώτη φορά πως κάποια μέρα θα πέθαινα. Δεν ένιωθα καμιά αγάπη, αισθανόμουν απόλυτα εγκαταλειμμένη απ’ όλους. Ακουγα ξανά και ξανά το Κοντσέρτο για Πιάνο αρ. 21 του Μότσαρτ. Υπήρχε κάτι σ’ εκείνη τη μουσική που έκανε την ψυχή μου να αιμορραγεί. Τότε ήταν που έκοψα τις φλέβες μου και έτρεξε τόσο αίμα που νόμιζα πως θα πέθαινα. Οντως το κόψιμο ήταν βαθύ, αλλά δεν είχε πειράξει την κερκιδική αρτηρία, που είναι ζωτικής σημασίας. Η γιαγιά μου με πήγε στο νοσοκομείο και εκεί μου έκαναν τέσσερα ράμματα. Ποτέ δεν μίλησε γι’ αυτό στη μητέρα μου», περιγράφει στην αυτοβιογραφία της με τον απ’ τη ζωή της βγαλμένο τίτλο «Περνώντας από τοίχους».
Προφανώς και η βιωματική εμπειρία της τη βοήθησε να εκπαιδεύσει τον νου της ώστε να αντέχει και να υπομένει. Να υπερβαίνει τον σωματικό κάματο, να δραπετεύει από αυτό που σήμερα περιγράφεται ως comfort zone και να ταπεινώνει τους φόβους της. Το γεγονός ότι η ίδια και τα έργα της έγιναν σάρκα από τη σάρκα της ποπ κουλτούρας δεν ήταν το ζητούμενο αλλά ήρθε ως καλοδεχούμενο αποτέλεσμα. Μία από τις κορυφαίες στιγμές της την έζησε μόλις στα 28 χρόνια της, το 1974, με τη θρυλική σήμερα περφόρμανς «Rhythm 0» στο στούντιο Mόρα στη Νάπολη. Για έξι ώρες η Αμπράμοβιτς παραδόθηκε στη βούληση όσων έσπευσαν να παρακολουθήσουν το έργο της. Οι θεατές είχαν στη διάθεσή τους 72 διαφορετικά αντικείμενα -από καρφίτσες μέχρι ένα φτερό και από ένα τριαντάφυλλο μέχρι ένα όπλο και μία σφαίρα- τα οποία μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν κατά το δοκούν πάνω στο σώμα της. Σημειωνόταν, δε, ότι δεν θα υπήρχε καμία νομική συνέπεια από την πράξη τους.
Η Αμπράμοβιτς ήθελε να εξερευνήσει τα όρια της σχέσης του κοινού με το έργο τέχνης. Εξι ώρες μετά ήξερε ότι κάτι είχε κάνει σωστά. Κι ας είχε καταλήξει χτυπημένη, γδαρμένη, ματωμένη και με ξεσκισμένα ρούχα. Μάλιστα ένας από τους θεατές την είχε στοχεύσει με το όπλο που ήταν διαθέσιμο, αλλά για καλή της τύχη ένας άλλος τού το πήρε από τα χέρια. «Πρέπει να εκπαιδεύσεις όλο το σώμα. Να ασκείσαι, να προσέχεις τη διατροφή σου, να μην παίρνεις να ναρκωτικά και να μην καταναλώνεις αλκοόλ. Διδάχτηκα πολλά από τους Θιβετιανούς μοναχούς, τους Αβορίγινες της Κεντρικής Αυστραλίας και τους Βραζιλιάνους σαμάνους. Για να μπορέσω να κάθομαι στην καρέκλα στο “The Artist is Present” (σ.σ.: η περίφημη περφόρμανς του 2010 στο MοMA) εκπαίδευα το σώμα του έναν ολόκληρο χρόνο. Δεν έτρωγα στη διάρκεια της ημέρας ώστε το σώμα μου να μην παράγει οξέα που θα μου προκαλούσαν δυσφορία και έπινα νερό μόνο τη νύχτα ώστε να μη χρειάζεται να χρησιμοποιώ την τουαλέτα», έλεγε σε συνέντευξή της το 2016. Παραδεχόταν μάλιστα ότι το μυαλό είναι ο μεγαλύτερος εχθρός κάθε ανθρώπου. Μέχρι να εκπαιδευτεί για να γίνει σύμμαχος.
Και με την καρδιά τι γίνεται; Η Αμπράμοβιτς, όσο κι αν καταφέρνει να χειραγωγεί τον νου της, δεν μπόρεσε ποτέ να πετύχει το ίδιο με την καρδιά της. Ο χωρισμός της από τον Γερμανό καλλιτέχνη Ουλάι, με τον οποίο πέρασαν 12 χρόνια ως σύντροφοι αλλά και ως σιαμαία καλλιτεχνική περσόνα, ήταν μακρύς και επώδυνος. Η σχέση τους ολοκληρώθηκε με τη συνάντησή τους πάνω στο Σινικό Τείχος το 1988. Εκείνος ξεκίνησε από την έρημο Γκόμπι, εκείνη από την Κίτρινη Θάλασσα. Περπάτησαν καθένας 2.500 χιλιόμετρα, συναντήθηκαν στο μέσον και είπαν αντίο. Ονόμασαν το έργο «Lovers». Τραγική ειρωνεία. Πάσχιζαν οκτώ χρόνια να εξασφαλίσουν άδεια από τις κινεζικές αρχές και όταν το πέτυχαν είχαν αποφασίσει πια να χωρίσουν. Το ίδιο επώδυνος ήταν ο χωρισμός της και από τον Ιταλό γλύπτη Πάολο Κανεβάρι. Γνωρίστηκαν ίσως στην κορυφαία στιγμή της, την Μπιενάλε της Βενετίας το 1997, όταν εκείνη από απλώς αξιοπερίεργη μεταμορφώθηκε εν μια νυκτί σε φαινόμενο, ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν και για χάρη του η Αμπράμοβιτς πολιτογραφήθηκε μόνιμη κάτοικος της Νέας Υόρκης. Σε εκείνον οφείλει εν πολλοίς το coolness της και τη δημοφιλία της. Σε εκείνον όμως οφείλει και μια πληγή που είναι ακόμη ανοιχτή. Αν και σε κάθε ευκαιρία χαρακτήριζε τον Κανεβάρι αδελφή ψυχή της, ο γάμος τους έληξε άδοξα το 2009. Η Αμπράμοβιτς είχε πάντα μια μάλλον μαζοχιστική σχέση με τους συντρόφους της. Επεδίωκε να πληγώνεται, να μένει μόνη, να νιώθει προδομένη. Το ανεκπλήρωτο τροφοδοτούσε ανεξάντλητα την έμπνευση και τη δημιουργικότητά της. Και τη συνδέει σήμερα με τη νέα ηρωίδα της, τη Μαρία Κάλλας