Του Διονύση Θανάσουλα
«Στο σύνορο πάνω στον κεντρικό δρόμο υπήρχε ένα κέντρο. Οι τζαζίστες που περιόδευαν σε εκείνες τις πολιτείες είχαν τη συνήθεια να μαζεύονται σε αυτό, να συναντιούνται μεταμεσονύχτια και να παίζουν μέχρι το πρωί χωρίς κοινό, για το κέφι τους, ανταλάσσοντας μουσικές ιδέες».
Με αυτά τα λόγια η Λουκίλα Καρρέρ-Πλέσσα σύζυγος του Μίμη Πλέσσα, προλογίζει μια απροσδόκητη συνάντηση ανάμεσα στον Έλληνα συνθέτη και σε έναν πολύ μεγάλο μουσικό της τζαζ στην αυτοβιογραφία του ανθρώπου που σημάδεψε την ελληνική μουσική.
«Ο Μίμης βρέθηκε με τον μεγάλο σαξοφωνίστα Lester Young ο οποίος περιόδευε με το κουαρτέτο του. “Για καλή μου τύχη” θυμάται ο Μίμης “εκείνο το βράδυ έλειπε ο πιανίστας του. Κάποιος που με ήξερε από τις εκπομπές μου στο KDAL με σύστησε ως jazz pianist from Greece (Έλληνα τζαζίστα). Αρχίσαμε να παίζουμε και ένιωσα την αρχική τους επιφύλαξη να χάνεται. Με γέμισε ένα συναίσθημα ευφορίας, που με έκανε να δέχομαι τους αυτοσχεδιασμούς τους και να απαντάω προσθέτοντας στην μουσική μας κουβέντα κάτι ενδιαφέρον. Κάποια στιγμή κάναμε ένα σύντομο διάλειμμα, για να πιούμε ένα ποτό που μας κέρασε ο καταστηματάρχης και γυρίσαμε ξανά στα όργανά μας. Βιαζόμασταν να ξαναπαίξουμε! Θυμάμαι, σαν να’ ναι τώρα, τον Lester Young να ξεκινάει το Yesterdays του Jerome Kern. Έριξα μια κλεφτή ματιά στο ρολόι. Ήταν μία και είκοσι και είχα να ξυπνήσω στις επτά και μισή για το πανεπιστήμιο. Σύντομα ξεχάστηκα, παρασυρμένος από την σοβαρότητα των μουσικών διαλόγων που όσο πέρναγε η ώρα γίνονταν όλο και πιο περιεκτικοί. Τελειώσαμε γεμάτοι μουσική και ευτυχισμένοι. Ο Lester με πλησίασε και γελώντας μου είπε: “Ει Dee (από το Dimitri) να το κοιτάξεις, έχεις πρόβλημα με το χρώμα του δέρματός σου”. Με τον τρόπο του είχ εξισώσει τη μουσική μου ευαισθησία με τη νέγρικη μοναδικότητα».
Αυτή η μουσική ευαισθησία σημάδεψε την ζωή του 96χρονου σήμερα Μίμη Πλέσσα, μια ζωή γεμάτη από στιγμές μικρές και μεγάλες.
Τις αποτύπωσε στο αυτοβιογραφικό «Ποιος το ξέρει…» η τρίτη σύζυγός του Λουκίλα Καρρέρ-Πλέσσα, σκιαγραφώντας ανάγλυφα το πορτραίτο ενός τεράστιου μουσικού.
Στο βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μίνωας» η συγγραφέας έχοντας το προνόμιο να είναι εδώ και χρόνια το άλλο μισό του Μίμη Πλέσσα αποκαλύπτει άγνωστες λεπτομέρειες και περιστατικά από την ζωή του.
Ξεκινώντας από την πρώτη βραδιά που τον άκουσε και τον είδε ζωντανά προχωρά σε ένα ταξίδι αναμνήσεων από το χθες στο σήμερα, από τα δύσκολα χρόνια της κατοχής στο ταξίδι στην Αμερική, από την Χούντα στην Μεταπολίτευση από την Νάνα Μούσχουρη στην Ειρήνη Παππά και από την Τζένη Βάνου στις εμφανίσεις με τον Γιάννη Πουλόπουλο στο Carnegie Hall.
Οι τρεις γάμοι, οι αναποδιές, αλλά και οι μεγάλες στιγμές αποτυπώνονται στις σελίδες του όπως και κάποια από τα δεκάδες περιστατικά στην ζωή του ανθρώπου που έγραψε τον πιο εμπορικό δίσκο όλων των εποχών και άφησε ανεξίτηλη την σφραγίδα του στο ελληνικό τραγούδι.
«Δεν είναι δικά μου τα τραγούδια που μου λες κορίτσι μου»
Στις 13 Δεκεμβρίου του 1986 η νεαρή τότε Λουκίλα Καρρέρ είχε την ονομαστική της εορτή. Οι γονείς της, άνθρωποι με επίπεδο και την αισθητική αλλοτινών περιόδων επέλεξαν να την πάνε στο κέντρο που εμφανίζονταν μαζί ο Μίμης Πλέσσας και ο Γιώργος Κατσαρός.
Ο τελευταίος πλησίασε κάποια στιγμή στο τραπέζι της οικογένειας και επειδή ήξερε την Λουκίλα έπαιξε με το σαξόφωμό του το «Η πρώτη μας νύχτα» που ήταν το αγαπημένο της τραγούδι.
Όταν το τραγούδι τελείωσε ο Πλέσσας άφησε το πιάνο του και πήγε να ευχηθεί στην εορτάζουσα λέγοντάς της ότι το συγκεκριμένο κομμάτι είναι δικό του.
«Το ξέρω κύριε Πλέσσα. Ξέρω όλο σας το έργο» του είπε αρχικά η Λουκίλα εκφράζοντας ταυτόχρονα την λύπη της στον συνθέτη που δεν άκουσε το «Όλα δικά σου μάτια μου», το «Τόσα καλοκαίρια», το «Γλυκά πονούσε το μαχαίρι και τόσα άλλα.
Η απάντηση του συνθέτη την άφησε με το στόμα ανοιχτό: «Κορίτσι μου, με μπερδεύεις. Αυτά τα τραγούδια που μου λες δεν είναι δικά μου».
Για τα επόμενα τρία χρόνια η Λουκίλα πηγαινοέρχεται από το σπίτι της στο Μετς στην κατοικία του συνθέτη στην Πλάκα, μαζί με δισκάκια που είχε αγοράσει και βιντεοκασέτες με τις ταινίες του Δαλιανίδη.
«Κάθε φορά που του σύστηνα ένα δημιούργημά του ο Μίμης συμπλήρωνε: “Καλά, κι εσύ που τα ξέρεις όλα αυτά; Εγώ ούτε που τα θυμάμαι…”».
Με τον ελληνικό κινηματογράφο της εποχής του να έχει κάνει τον κύκλο του, χωρίς συμβόλαιο με δισκογραφική, χωρίς μάνατζερ ο ίδιος είχε πάρει την απόφαση πως είχε «τελειώσει» καλλιτεχνικά.
Ακόμη και οι τεράστιες επιτυχίες του δεν είχαν την υπογραφή του στην συνείδηση του κόσμου που ήξερε το «Άνοιξε πέτρα» της Μαρινέλλας, το «Αγαλμα» του Γιάννη Πουλόπουλου και το «Βρέχει φωτιά στην στράτα μου» του Στράτου Διονυσίου.
Του ερμηνευτή που τον ανακάλυψε ο Πλέσσας μέσα σε ένα νυχτερινό ναό, όπου τα τραπέζια ήταν σχεδόν κολλητά το ένα δίπλα στο άλλο και ο καπνός σχημάτιζε σύννεφο!
Δεν ήταν ο μόνος. Η Τζένη Βάνου, η Νάνα Μούσχουρη-ένα ντροπαλό τότε κορίτσι με παραπάνω κιλά-ο Τόλης Βοσκόπουλος, ο Γιάννης Πουλόπουλος και άλλοι ήταν ευρήματα ενός ανθρώπου που είχε το τέλειο μουσικό αυτί.
Αυτός που μπορεί να μην διάβαζε τις νότες αλλά ήξερε την στιγμή που άκουγε κάτι πως να το παίξει στο πιάνο, ή πως να συνθέσει ένα κομμάτι παίζοντας το νότα-νότα.
Οι νότες θαρρείς ότι υπήρχαν πάντα στο μυαλό του, από τότε που μεγάλωνε στο κέντρο της Αθήνας, βιώνοντας ως έφηβος την Γερμανική κατοχή, τις στερήσεις και τις κακουχίες.
Το πάθος για την μουσική
Θυμάται πολλά ο Μίμης Πλέσσας από τα παιδικά και τα νεανικά του χρόνια στο πατρικό σπίτι, που βρισκόταν στον αριθμό 14 της οδού Ηρακλείου, στο κέντρο της Αθήνας.
Θυμάται που παιδάκι ακόμη πήγε στην μητέρα του Ελένη-την ομορφότερη γυναίκα που γνώρισε ποτέ-και της είπε ότι ήλπιζε κάποτε να σπουδάσει μουσική.
«Τα όμορφα μαύρα μάτια της σκούρυναν, άνοιξαν διάπλατα και χωρίς να το σκεφτεί, αυθόρμητα του είπε: «Παιδί μου, ευχή και κατάρα των γονιών σου, μην γίνεις μουζικάντης!».
Λίγο καιρό μετά από αυτή την φράση, μια εξαδέλφη της μητέρας του, η Κάκια Κηφιώτη κάθεται στο πιάνο του σπιτιού και παίζει ένα ragtime, μια jazz μελωδία της εποχής.
Δεν φαντάστηκε ίσως ότι μερικά χρόνια αργότερα, όταν βρέθηκε στην Αμερική, η δεξιοτεχνία του στο πιάνο θα τον έχριζε πέμπτο καλύτερο πιανίστα στον κόσμο.
«Κάποιοι φανατικοί συλλέκτες έχουν απόκομμα του περιοδικού Down Beat (του εγκυρότερου αμερικάνικου περιοδικού της jazz) με αυτή τη λίστα, που φέρνει τον Dimitri Plessas να είναι το 1951 πριν τον μέγιστο Oscar Peterson και τον Nat King Cole.
Το βιβλίο περιγράφει και την πρώτη του εξέταση από την Επιτροπή ακροάσεων στο ραδιόφωνο της εποχής, σε ένα στούντιο που είχε δύο πιάνα.
Το ένα ήταν κλειδωμένο και το δεύτερο σύμφωνα με τον αστικό μύθο είχε μεγάλο πρόβλημα, αφού κάποιος είχε φροντίσει να ξεκουρδίσει τρεις από τις πιο χαρακτηριστικές νότες που περιλαμβάνουν οι εύκολες κλίμακες, σε αυτές που θα έπαιζαν δηλαδή οι εξεταζόμενοι.
Μόνο που ο αυτοδίδακτος Πλέσσας αντιλήφθηκε το συγκεκριμένο πρόβλημα, μετακίνησε το κάθισμά του και έπαιξε σε τόνους που οι ξεκούρδιστες νότες, σπάνια είχαν θέση.
Θέση και μάλιστα πολύ ξεχωριστή στην καρδιά του είχε η μητέρα του, ο χαμός της οποίας μια Τρίτη και 13 του μήνα, συγκλόνισε τον νεαρό μουσικό.
«Πρόλαβε την μάνα του με αλευρωμένα χέρια από τα κουλουράκια που έφτιαχνε για να γιορτάσουν το άριστα, να λέει το όνομά του με δυσκολία και να σωριάζεται στην αγκαλιά του».
Πέθανε λίγη ώρα αργότερα και εκείνη την ημέρα ο Μίμης Πλέσσας κάπνισε για πρώτη φορά στην ζωή του, και ο βήχας από το κάψιμο λύτρωσε τα «εγκλωβισμένα» μέχρι εκείνη την ώρα δάκρυα για την απώλεια της.
Ήταν 19 χρονών.
Η Αμερική και το στούντιο
Δεν ήταν πλέον ο έφηβος που στην κατοχή μπήκε με ένα ακορντεόν στην κοσμική ταβέρνα «Τα πέντε αδέρφια» στην Αγίου Μελετίου για να παίξει με την ελπίδα να βγάλει κάτι και να πάει φαγητό στην οικογένειά του.
Ήταν ένας φοιτητής στο Χημικό που όμως προλάβαινε τα βράδια να παίζει πιάνο με την ορχήστρα του Βαγγέλη Ευαγγελίου.
Είχε μάθει όλο το ρεπερτόριο με το μαγικό αυτί του, ενώ κατάφερνε να βρίσκει χρόνο για να διαβάζει και να πάρει το πολυπόθητο πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Ταυτόχρονα έπαιζε σε αμερικάνικες λέσχες και εγγλέζικες καντίνες και ο Χάρπερ Σόουλς που λατρευε τις μουσικές που έπαιζε ο Μίμης προθυμοποιήθηκε να τον βοηθήσει σε ότο αφορούσε την κατεστραμμένη οικογενειακή επιχείρηση, που κατασκεύαζε καπέλα.
Τον βοήθησε να πάρει δάνειο, το οποίο περιελάμβανε τον όρο να πάει ο νεαρός χημικός στην Αμερική και να παραγγείλει τα κατάλληλα μηχανήματα.
Κι εκεί στο ξενοδοχείο Comodore την πρώτη βραδιά της παραμονής του στην Νέα Υόρκη άκουσε τον Count Basie και την ορχήστρα του να παίζουν.
Στην Αμερική έκανε τα πάντα για να μπορεί να συντηρείται αφού λεφτά δεν υπήρχαν,όπως το να απαντάει σε διαγωνισμούς γνώσεων στο ραδιόφωνο με βραβείο δέκα δολάρια.
Η μουσική όμως ήταν που τον έστειλε με δική του εκπομπή στον ραδιοφωνικό σταθμό KDAL η οποία μεταδιδόταν σε εθνικό δίκτυο, βρέθηκε στην λίστα με τους πιο δημοφιλείς πιανίστες των ΗΠΑ.
¨Οταν επέστρεψε στην Ελλάδα προσπάθησε να δουλέψει ως χημικός, αλλά το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο, αφού ένας παιδικός φίλος του, ο Μανώλης Νικολούδης τον πείθει να ανοίξουν το πρώτο ιδιωτικό στούντιο ηχογραφήσεων.
Οι διαχρονικές μελωδίες
Από το Στούντο Άλφα πέρασαν πολλοί, ανάμεσά τους η κούκλα Ελίζαμπεθ Τέιλορ και ο πολύς Ρόμπερτ Μίτσαμ και όταν κάποιοι κεφαλαιούχοι τους προσέγγισαν για να το μετατρέψουν σε κινηματογραφικό, γεννήθηκε μετά από έξι χρόνια το μετέπειτα στούντιο ΑΤΑ.
Όμως οι κεφαλαιούχοι όταν είδαν το χρήμα από τις πρώτες παραγωγές να ρέει πέταξαν τους δύο φίλους εκτός και ο Πλέσσας αποφάσισε να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στην μουσική.
Η συνέχεια αποδείχθηκε συναρπαστική γι’ αυτόν τον προικισμένο μουσικό που έγινε ενορχηστρωτής του Νίκου Γούναρη, «έβγαλε» την Τζένη Βάνου και πολλούς άλλους αλλά παρέμεινε πάντα ένας άνθρωπος με αξία και αρχές.
Ο Φίνος στη αρχή δεν τον ήθελε, αναγκάστηκε όμως να παραδεχτεί την αξία του και του εμπιστευόταν την μουσική για τις δυσκολότερες ταινίες του.
Στα μιούζικαλ του Δαλιανίδη και όχι μόνο η συνεργασία του με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο γέννησε αριστουργήματα που έμειναν διαχρονικές αξίες στην ελληνική μουσική.
Εμφανίστηκε με τον αείμνηστο Γιάννη Πουλόπουλο στο Carnegie Hall, το 1966 στο Jazz Cilinic Festival στην Ουάσινγκτον κέρδισε το πρώτο βραβείο ενορχήστρωσης ανάμεσα σε 32.000 συμμετέχοντες και ο κατάλογος μοιάζει να μην τελειώνει.
Ο Πουλόπουλος ήταν ο μόνος που του είπε όχι στην συναυλία του Ηρωδείου για τα πενήντα του χρόνια στην μουσική, αφού είχε αποσυρθεί από το τραγούδι.
Την λύση έδωσε ο Δημήτρης Μητροπάνος που τον πήρε τηλέφωνο και του είπε: «Μην στεναχωριέσαι Μίμη. Θα πω εγώ το «Άγαλμα» και τις άλλες τραγουδάρες που έχεις γράψει για τον Γιάννη».
Σε όλα τα χρόνια της διαδρομής του είχε την υπομονή να δέχεται κόσμο σε ακροάσεις μέσα στο σπίτι του, μετά τις οχτώ το βράδυ και έτσι η σύζυγός του Λουκίλλα αναγκαζόταν κάποιες φορές να αργεί να γυρίσει.
Μια φορά που γύρισε από το σούπερ μάρκετ είδε αρκετούς να περιμένουν στο χολ και το σαλόνι και κατευθύνθηκε στην κουζίνα, όμως έμελλε να ακούσει το αμίμητο: «Εεεε μαντάμ, είμαστε κι εμείς εδώ. Από δω είναι η σειρά».