του Διονύση Θανάσουλα
Οι δύο άνδρες που έφτασαν λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 18ης Μαρτίου του 1990 στην πλαϊνή είσοδο του Μουσείου «Ισαμπέλλα Γκάρντνερ» της Βοστόνης με ένα όχημα, πάρκαραν και πριν βγουν έκαναν το αυτονόητο.
Τσέκαραν τον χώρο μήπως κυκλοφορούσε κανείς και μετά χτύπησαν το κουδούνι της πόρτας, περιμένοντας τον φύλακα να ανοίξει το πορτάκι ώστε να τσεκάρει ποιος είναι και τι θέλει.
Ο τελευταίος είχε ήδη δει μαζί με τον συνάδελφό του τους δύο αστυνομικούς και όταν μίλησε μαζί τους, αυτοί του είπαν ότι είχαν λάβει κλήση για συμβάν στο Μουσείο.
Η κουβέντα δεν κράτησε πολύ.
Ο φύλακας παραβιάζοντας τους κανόνες ασφαλείας άφησε τους δύο αστυνομικούς να μπουν από την πόρτα εισόδου των εργαζομένων.
Πήγαν μαζί στην είσοδο όπου βρισκόταν ο δεύτερος φύλακας και τότε έβγαλαν τα όπλα τους και είπαν στους δύο αποσβολωμένους υπαλλήλους του Μουσείου να σηκώσουν τα χέρια ψηλά.
Μόνο τότε αυτοί κατάλαβαν ότι οι ένστολοι δεν ήταν αστυνομικοί αλλά ληστές, όμως δεν ήταν πλέον σε θέση να αποτρέψουν την κλοπή του αιώνα σε ότι αφορά την Τέχνη.
Δεμένοι πισθάγκωνα με χειροπέδες και φιμωμένο το στόμα τους με ταινία, μεταφέρθηκαν στο υπόγειο του Μουσείου από τους δύο άγνωστους ληστές που έπιασαν αμέσως δουλειά.
Χρειάστηκαν μια ώρα και είκοσι λεπτά για να αφαιρέσουν 11 ζωγραφικά αριστουργήματα μεταξύ των οποίων την «Καταιγίδα στην θάλασσα της Γαλιλαίας» του Ρέμπραντ μαζί με άλλα δύο έργα του, το «Κονσέρτο» του Βερμέερ, πέντε έργα του Ντεγκά, το «Chez Τortoni» του Μανέ, ένα τοπίο του Φλινκ και δύο αντικείμενα μικρότερης αξίας.
Κανείς δεν κατάλαβε γιατί άφησαν πίσω τους την «Ευρώπη» του Τισιάνο, τον πίνακα που ο Ρούμπενς χαρακτήρισε ως «το κορυφαίο ζωγραφικό αριστούργημα του κόσμου».
Έφυγαν μέσα στην νύχτα, αφού πρώτα αφαίρεσαν το υλικό ασφαλείας που τους είχε καταγράψει να ξηλώνουν από τις κορνίζες τα συγκεκριμένα αριστουργήγματα.
Η κλοπή έγινε γνωστή το επόμενο πρωί κατά την αλλαγή βάρδιας, όμως ήταν πλέον πολύ αργά για να αναζητήσουν άμεσα τους δύο άγνωστους άνδρες.
Η κλοπή του αιώνα είχε συντελεστεί….
Αέναη αναζήτηση
Χαρακτηρίστηκε ως η μεγαλύτερη αρπαγή έργων τέχνης στις ΗΠΑ και μια από τις μεγαλύτερες στον κόσμο, αφού πέντε τουλάχιστον πίνακες ήταν ανεκτίμητης αξίας.
Το «Καταιγίδα στην θάλασσα της Γαλιλαίας» του Ρέμπραντ π.χ. ήταν ο μοναδικός πίνακας του Ολλανδού ζωγράφου που είχε θέμα το νερό, ενώ το «Κονσέρτο» του Βερμέερ θεωρείται ως ένα από τα πλέον εξέχοντα δείγματα της ζωγραφικής του.
Η Βοστόνη ξύπνησε με την είδηση της ημέρας που σόκαρε τον κόσμο της Τέχνης ενώ οι έρευνες ξεκίνησαν άμεσα από την αστυνομία και το FBI, που όμως δεν είχαν και πολλά στα χέρια τους.
Οι περιγραφές των δύο ανδρών κυκλοφόρησαν σε σκίτσο, όμως είχαν «δουλέψει» τόσο καλά που δεν άφησαν κανένα στοιχείο πίσω τους που να μπορεί να οδηγήσει κάπου τις αρχές.
Οι μέρες και οι εβδομάδες άρχισαν να κυλούν χωρίς καμία πρόοδο και η αμοιβή του 1.000.000 δολαρίων για πληροφορίες που θα οδηγούσαν στην ανεύρεση των κλεμμένων έργων, δεν συγκίνησε κανέναν.
Στα χρόνια που ακολούθησαν η αμοιβή ανέβηκε αρχικά στα 5.000.000 δολάρια και αργότερα στα 10.000.000 ενώ και πολλές ιστορίες είδαν το φως της δημοσιότητας.
Ιστορίες με πρωταγωνιστές ανθρώπους σαν τον Μάικλ Γιάνγκσγουορθ και τον κολλητό του Μάιλς Κόννορ που ενέσκηψαν στην υπόθεση εφτά χρόνια μετά την κλοπή.
Ο πρώτος στις 13 Αυγούστου του 1997 παραχώρησε μια συνέντευξη τύπου έξω από το δικαστήριο που δικαζόταν για παράνομη κατοχή πυροβόλων όπλων.
Μπροστά στους δημοσιογράφους που αδημονούσαν για την μεγάλη είδηση που τους είχε τάξει ο ο Γιάνγκσγουορθ είπε ότι μπορούσε να μεσολαβήσει για την επιστροφή των 11 πινάκων που είχαν κλαπεί από το Μουσείο «Ισαμπέλα Γκάρντνερ», αφήνοντας τους πάντες με το στόμα ανοιχτό.
Για να το κάνει ήθελε να καρπωθεί την αμοιβή των 5.000.000 δολαρίων, να αποσυρθούν οι κατηγορίες στην δίκη του και να αφεθεί ελεύθερος ένας φίλος του.
Αυτός ήταν ο Μάιλς Κόννορ, γνωστός κλέφτης έργων τέχνης που δεν μπορούσε να κατηγορηθεί για την κλοπή της Βοστόνης, αφού εκείνο το βράδυ ήταν στην φυλακή.
Η ελπίδα και τα άδεια κάδρα
Ο Τομ Μάσμπεργκ της εφημερίδας Boston Herald προέγγισε λίγες ώρες αργότερα τον Γιάνγκσγουορθ για να δει κατά πόσο αυτά που έλεγε ισχύουν και να ζητήσει μια απόδειξη.
Λίγες ημέρες μετά βρέθηκε μέσα στη νύχτα σε μια άγνωστη κακόφημη περιοχή μια ώρα έξω από την πόλη, μαζί με έναν συνεργάτη του Γιάνγκσγουορθ στη θέση του οδηγού.
Για να βρεθείς εκεί έπρεπε να ήσουν ή αστυνομικός που ερευνά ή ναρκομανής που αναζητάει την δόση του έγραψε ένα χρόνο μετά ο Μάσμπεργκ στο story που έδωσε στο «Vanity Fair».
Όταν έφτασαν σε μια ανεγειρόμενη οικοδομή με μια παλιά αποθήκη μπροστά μια γυναίκα εμφανίστηκε και τους ρώτησε τι ήθελαν.
Ο οδηγός απάντησε ότι τους έστελνε ο Γιάνγκσγουορθ και σε λίγα λεπτά ο Μάσμπεργκ με τον άνδρα που φόρεσε γάντια και άναψε ένα φακό μπήκαν στην σκοτεινή αποθήκη.
Ανέβηκαν κάτι σκάλες και βρέθηκαν σε έναν διάδρομο με μεταλλικές πόρτες που οδηγούσαν σε μικρά δωμάτια, ενώ μετά από λίγα δευτερόλεπτα σταμάτησαν μπροστά από μία.
Ο συνεργάτης του Γιάνγκσγουορθ έβγαλε μια αρμαθιά κλειδιά, ξεκλείδωσε και οι δύο άνδρες μπήκαν μέσα στο δωμάτιο, στο οποίο υπήρχαν μεγάλοι κάδοι, κάποιοι με ρόδες.
Στάθηκε πάνω από έναν, έσκυψε και τράβηκε έναν πλαστικό μαύρο κύλινδρο, τον οποίο άνοιξε προσεχτικά μπροστά στον αποσβολωμένο Μάσμπεργκ.
«Έβγαλε προσεχτικά έναν τυλιγμένο καμβά τον οποίο ξετύλιξε μπροστά μου» έγραψε ο δημοσιογράφος στο Vanity Fair με μια συγκλονιστική περιγραφή: «Ήμουν, είμαι βέβαιος ότι ήταν η «Καταιγίδα στην θάλασσα της Γαλιλαίας» αναμφισβήτητα το πιο διάσημο κλεμμένο έγο τέχνης στον κόσμο».
Ο άνδρας του έδειξε τις ξεθωριασμένες γωνίες που είχε κοπεί ο πίνακας από το κάδρο την νύχτα της κλοπής και μετά ο φακός εστίασε στην υπογραφή του Ρέμπραντ.
Λεπτά αργότερα ο Μάσμπεργκ μπήκε σε ένα ταξί και έφυγε έχοντας συμφωνήσει να μη γράψει τίποτε για μια εβδομάδα, χρόνος αρκετός για να μετακινηθεί το αριστούργημα του Ολλανδού ζωγράφου σε άλλη τοποθεσία.
Έκτοτε κανένα έργο δεν έχει βρεθεί σε αυτή την αέναη αναζήτηση τριάντα ετών, παρόλο που βρέθηκαν και άλλοι να λένε ότι γνωρίζουν που κατέληξαν οι πίνακες.
Τελευταίος ο μαφιόζος Μάρτιν-«η Οχιά»-Φόλεϊ ο οποίος συνεργαζόταν με τον ιδιωτικό ερευνητή Τσάρλι Χιλ τον οποίο φέρεται να έφερε σε επαφή με κάποια επιζώντα μέλη της συμμορίας που έκανε την κλοπή του αιώνα.
Η δημοσιοποίηση των διαπραγματεύσεων και των χειρισμών δεν άρεσε στην «Οχιά» που εξαφανίστηκε αφήνοντας τον Χιλ να αναζητάει απεγνωσμένα την άκρη του νήματος.
Οι επισκέπτες του Μουσείου «Ισαμπέλα Γκάρντνερ» νιώθουν περίεργα όταν μπαίνουν στην αίθουσα που κρεμόντουσαν τα αριστουργήματα του Ρέμπραντ και του Βερμέερ.
Εκεί υπάρχουν μόνο οι άδειες κορνίζες από τις οποίες αφαιρέθηκαν βίαια εκείνο το βράδυ του Μάρτη πριν από τρεις δεκαετίες που περιμένουν ακόμη την επιστροφή τους.