του Διονύση Θανάσουλα
Στις 6 Σεπτεμβρίου του 2000 οι πόρτες της προεδρικής σουίτας του ξενοδοχείου Waldorf Astoria στην Νέα Υόρκη έκλεισαν ήρεμα, αφήνοντας μέσα το0ν τότε πλανητάρχη Μπιλ Κλίντον και τον πρόεδρο της Ρωσίας Βλάντιμιρ Πούτιν μαζί με δύο διερμηνείς.
Είχαν περάσει μόλις τρεις εβδομάδες από την τραγωδία με το πυρηνικό υποβρύχιο Κουρσκ, που βυθίστηκε στην θάλασσα του Μπάρεντς, μετά από δύο απανωτές εκρήξεις.
Ήταν φυσικό και μάλλον αναμενόμενο να συζητηθεί τομ συγκεκριμένο θέμα ανάμεσα στους δύο πιο ισχυρούς ηγέτες του κόσμου, μόνο που χρειάστηκε να περάσουν είκοσι χρόνια για να μάθουμε τι ειπώθηκε.
Ο διάλογος των δύο για το Κουσρκ ήταν απόρρητος μέχρι τον περσινό Αύγουστο, όταν αποχαρακτηρίστηκε και το μεταφρασμένο κείμενο ανέβηκε στην Bill Clinton Library, αλλά μόλις σήμερα έγινε γνωστό στο ευρύ κοινό.
Σε αυτό ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ εκφράζει τα συλλυπητήριά του στον νεοεκλεγέντα τότε ηγέτη της Ρωσίας που μοιάζει να απολογείται για την τραγωδία.
«Βρέθηκα να επιλέξω μεταξύ του κακού και του χειρότερου» λέει αρχικά ο Πούτιν. Μερικοί μου έλεγαν, ότι αν έστελνα αμέσως ένα μικρό υποβρύχιο και αν προσπαθούσα έστω να σώσω τους δικούς μας ανθρώπους, το ποσοστό της δημοτικότητας μου θα ανέβαινε, όμως τέτοια πράγματα δεν πρέπει να συνδέονται με την προπαγάνδα.
Η προτεραιότητα πρέπει να δίνεται για την πραγματική σωτηρία των ανθρώπων», είχε απαντήσει τότε ο Πούτιν στο Κλίντον και προσέθεσε «όσο και αν φαίνεται παράξενο, οι επόμενες δημοσκοπήσεις έδειξαν, ότι αυτό το συμβάν δεν επηρέασε τη δημοτικότητα μου. Αλλά πολύ φοβάμαι, ότι κάτι παρόμοιο μπορεί να επαναληφθεί».
Αυτό που δεν είπε και το γνώριζε ο Κλίντον ήταν ότι αρνήθηκε να δεχθεί εκείνα τα κρίσιμα 24ωρα την βοήθεια που πρόσφερε η δύση, με άρτιο τεχνολογικό εξοπλισμό για να σωθούν κάποιες από τις ψυχές του πυρηνικού υποβρυχίου που είχε κάτσει στον βυθό της θάλασσας του Μπάρεντς.
«Δεν ξέρω πως θα μπορέσουμε να βγάλουμε τις σορούς» λέει σε άλλο σημείο της απόρρητης μέχρι πέρυσι συνομιλίας ενώ παραδέχεται ότι δεν είπε στην αλήθεια στις οικογένειες των θυμάτων.
Σύμφωνα με το έγγραφο ενώ ήξερε ότι όλα τα μέλη του πληρώματος είχαν πεθάνει, δεν είχε αποκαλύψει την πληροφορίας αυτή. «Προσπαθούσαμε να φρενάρουμε όλο αυτόν το θόρυβο (σ.σ. γύρω από τους νεκρούς) αλλά μερικά περίεργα άτομα συνέχισαν απλώς να τον υποκινούν».
Η βύθιση του πυρηνικού υποβρυχίου Κουρσκ ήταν η πρώτη μεγάλη κρίση της θητείας του και οι χειρισμοί του δέχθηκαν έντονη κριτική, αλλά παραδόξως δεν μειώθηκε η δημοφιλία του.
Ως είθισται σε τέτοιες καταστάσεις κάποιοι άλλοι πλήρωσαν την τραγωδία που συνετελέσθη στην πάντα άφιλόξενη θάλασσα του Μπάρεντς πριν από είκοσι χρόνια.
Ο αβύθιστος Λεβιάθαν
Το Βιντάγιεβο είναι μια άχρωμη πόλη με γκρίζες πανομοιότυπες πολυκατοικίες, μέσα στα διαμερίσματα των οποίων μένουν οικογένειες των αξιωματικών του Ρωσικού Πολεμικού Ναυτικού.
Το χειμώνα ο αρκτικός άνεμος «ξυρίζει» τα στενά και κακοφωτισμένα δρομάκια της πόλης, στα οποία δεν κυκλοφορεί κανείς αν δεν υπάρχει σοβαρός λόγος.
Το καλοκαίρι δεν αλλάζουν και πολλά.
Απλά οι πιτσιρικάδες που δεν έχουν σχολείο τρέχουν σε ένα λόφο απ’ όπου φαίνεται η ναυτική βάση για να δουν τα πολεμικά πλοία να φεύγουν από την βάση.
Αυτό έκαναν ένα μουντό πρωινό τον Αύγουστο του 2000, όταν το πυρηνοκίνητο υποβρύχιο «Κursk» που ήταν το καμάρι του Ρωσικού στόλου της Βόρειας Θάλασσας, έλυσε κάβους στην Χερσόνησο Κόλα.
Τα παιδιά χαιρετούσαν το θηρίο των 154 μέτρων μήκους με το διπλό κύτος και το εκτόπισμα των 16.000 τόνων, που έφερε 24 πυραύλους Kruz P-700 Granit και τορπίλες διαμέτρου 553 και 650 mm.
Ήταν η αιχμή του δόρατος του Πολεμικού Ναυτικού της Ρωσίας, ο «αβύθιστος» Λεβιάθαν που έβγαινε στα ανοιχτά για να λάβει μέρος σε ασκήσεις.
Ο κυβερνήτης του «Kursk», Γκενάντι Λιάτσιν και ο συγκυβερνήτης Σεργκέι Ντούντκο πήραν τις τελευταίες ανάσες φρέσκου αέρα πριν κατέβουν στα άδυτα του υποβρυχίου.
Ο Λιάτσιν διέταξε «κατάδυση» στα σκοτεινά νερά της θάλασσας του Μπάρεντς και το πυρηνοκίνητο θηρίο ξεκίνησε για ένα ταξίδι που έμελλε να μην τελειώσει ποτέ.
Μερικές εκατοντάδες μίλια μακριά ο κυβερνήτης του αμερικάνικου υποβρυχίου «USS Memphis» Μαρκ Μπρέορ μέτραγε ήδη δύο μήνες μαζί με τους άντρες του, μέσα στα κλειστοφοβικά διαμερίσματα του σκάφους.
Η αποστολή του ήταν σαν μια παρτίδα σκάκι, όπου μια λάθος κίνηση μπορεί να σου κοστίσει πολύ ακριβά, όταν βρίσκεσαι σε εχθρικά νερά.
Το «Memphis» κινούνταν μόλις 18 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, ώστε τα υπερσύχγρονα σόναρ και οι ασύρματοι του να υποκλέπτουν τις συνομιλίες των πλοίων του Ρωσικού ναυτικού, ειδικά αυτές των υποβρυχίων τους.
Κοίταξε τα χλωμά πρόσωπα των ανδρών του, που ήταν κλεισμένοι δυο μήνες μέσα σε αυτό το μεταλλικό κουτί των δύο δισεκατομμυρίων δολαρίων, κάνοντας την δουλειά τους με τον καλύτερο τρόπο.
Τα επόμενα 24ωρα χρειάστηκε να κατέβει κάποιες φορές λίγο πιο βαθιά, ώστε οι Ρώσοι να μην αντιληφθούν ότι ένα αμερικάνικο υποβρύχιο έπλεε στην θάλασσα του Μπάρεντς και υπέκλεπτε όλες τις συννενοήσεις του στόλου.
Η έκρηξη και οι ζωντανοί-νεκροί
Το πρωί της 12ης Αυγούστου, ο Μπρέορ κάθεται στη θέση του από νωρίς, όπως κάνει κάθε μέρα και ενημερώνεται συνέχεια για τις τελευταίες κινήσεις των τεσσάρων ρωσικών υποβρυχίων που έχει εντοπίσει, ανάμεσά τους και το «Kursk».
Είναι Σάββατο και η άσκηση του Πολεμικού Ναυτικού της «Κόκκινης Αρκούδας» οδεύει προς το τέλος της, με την εκτόξευση τορπιλών από τα υποβρύχια σε προκαθορισμένους στόχους.
Το ρολόι του δείχνει 11.28 π.μ. όταν ένα πανίσχυρο ωστικό κύμα διαπερνά το κήτος του «Memphis» και πριν ο Μπρέορ προλάβει καλά-καλά να ζητήσει ενημέρωση, μια ακόμη πιο δυνατή έκρηξη τραντάζει ξανά το αμερικάνικο υποβρύχιο.
Προέρχεται από απόσταση εξήντα πέντε ναυτικών μιλίων, εκεί που έπλεε το «Kursk», μέχρι την στιγμή που ο θάλαμος με τις τορπίλες του ανατινάχθηκε, όταν η πρώτη μπήκε στον σωλήνα εκτόξευσης.
Λίγη ώρα πριν από την έκρηξη ο κυβερνήτης Γκενάντι Λιάτσιν, είχε στείλει μήνυμα για την επικινδυνότητα των τορπιλών Shkval, που θα εκτόξευε το «Kursk» και την μη λειτουργία μιας εξ’ αυτών.
Οι συγκεκριμένες λειτουργούσαν με ένα μείγμα υδρογόνου και υπεροξειδίου, ο εγκλωβισμός των οποίων στον τορπιλοσωλήνα αποδείχθηκε μοιραίος.
Οι υψηλά ιστάμενοι με πρώτο και καλύτερο τον αρχηγό του Στόλου Βλαντιμίρ Κουρογιέντοφ τον αγνοούν, όπως αγνοούν και κάτι ακόμη.
Ότι ο «Λεβιάθαν των θαλασσών» όπως αποκαλούσαν το «Kursk» είχε ουσιαστικά να ταξιδέψει σε σοβαρή αποστολή η άσκηση από το 1994, όταν παρακολουθούσε τις κινήσεις του 6ου Αμερικανικού Στόλου στην Μεσόγειο, λόγω έλλειψης κρατικών πόρων της παραπαίιουσας τότε Ρωσίας, με ότι συνεπάγεται αυτό.
Όταν το στίγμα του υποβρυχίου χάνεται μετά τις δύο εκρήξεις, αρχίζει ένα τραγικό γαϊτανάκι απόκρυψης του τι πραγματικά έχει συμβεί από τους Ρώσους επιτελείς του Ναυτικού, που «πλασσάρουν» στον Βλάντιμρ Πούτιν δύο εκδοχές.
Η πρώτη ήταν ότι συγκρούστηκε πιθανόν με εχθρικό υποβρύχιο, ενώ αν δεν συνέβη αυτό βλήθηκε από εχθρική τορπίλη και βυθίστηκε, αρνούμενοι να δημοσιοποιήσουν ακόμη και στον Πρόεδρο, την τραγική πραγματικότητα.
Μια πραγματικότητα που μετρούσε ήδη 95 νεκρούς και την βίωναν σε βάθος 160 μέτρων οι 23 επιζώντες αξιωματικοί και ναύτες του αβύθιστου υποβρυχίου, σε συνθήκες πολικού ψύχους και με το οξυγόνο να τελειώνει.
«Όλο το πλήρωμα από τα τμήματα έξι, επτά και οχτώ ήρθαν στο ένατο Υπάρχουν 23 άτομα εδώ. Πήραμε αυτή την απόφαση εξαιτίας του ατυχήματος. Κανείς μας δεν μπορεί να βγει στην επιφάνεια» θα γράψει ο υποπλοίαρχος Ντμίτρι Κολέσνικοφ σε ένα κομμάτι χαρτί.
Μαζί με τους υπόλοιπους ήταν κι αυτός ένας ζωντανός-νεκρός μέσα στο κήτος του υποβρυχίου, ελπίζοντας ότι η μαμά-πατρίδα θα τους σώσει, αγνοώντας ότι εκείνη την στιγμή η Ρωσία επιθυμούσε πάνω απ’ όλα ένα πράγμα.
Να μην κατανοήσουν οι Δυτικοί πόσο δύσκολη ήταν η κατάσταση και να μην τους δώσουν την ευκαιρία να δουν από πολύ κοντά το υπερόπλο τους, έστω και διαλυμένο.
Το τέλος και η κατακραυγή
Παρόλο που πολλές χώρες προσφέρθηκαν να βοηθήσουν οι Ρώσοι αρνούνται πεισματικά τα πρώτα 24ωρα κάθε βοήθεια, απαντώντας ότι η κατάσταση είναι υπό έλεγχο.
Μανάδες, σύζυγοι, πατεράδες και άλλοι συγγενείς των μελών του πληρώματος ζητάνε απαντήσεις και εξηγήσεις για το δυστύχημα, αλλά δεν τους απαντάει κανείς.
Ο Πούτιν που έχει λάβει τις δύο εκδοχές για το δυστύχημα εξακολουθεί να κάνει τις διακοπές του στο Σόοτσι, ενώ οι ώρες περνούν και οι προσπάθειες των Ρώσων να προσεγγίσουν το βυθισμένο Λεβιάθαν, αποτυγχάνουν η μια μετά την άλλη.
Όταν το κάνουν το βαθυσκάφος δεν μπορεί να «κουμπώσει» με την καταπακτή κινδύνου, αφού είναι κακοσυντηρημένο, με παλιές μπαταρίες που δεν έχουν αλλαχθεί και έχουν μικρή διάρκεια ζωής.
Τα απελπισμένα χτυπήματα με το σφυρί εξακολουθούν από τους εικοσιτρείς αλλά κάποια στιγμή σταματούν.
Στις 17 Αυγούστου ο Πούτιν ζητάει βοήθεια από όποιον μπορεί να προσφέρει, συνομιλεί με τον Μπιλ Κλίντον και δίνει εντολές στον Κουρογιέντοφ αλλά πλέον είναι πολύ αργά.
Όταν Νορβηγοί δύτες καταφέρνουν να μπουν μέσα στο «Kursk» στις 22 Αυγούστου όλα τα διαμερίσματα του υποβρυχίου είναι πλημμυρισμένα και δεν υπάρχει φυσικά ίχνος ζωής.
Οι συγγενείς των θυμάτων ξεσπούν κατά της ηγεσίας του Ρωσικού Ναυτικού, ο οποίος κυρήσσει εθνικό πένθος την συγκεκριμένη ημέρα έχοντας ήδη διαπιστώσει ότι όλα έγιναν λάθος.
Η εικόνα της μητέρας του υποπλοίαρχου Τύλικ να ουρλιάζει στους Ρώσους επιτελείς του Ναυτικού θα συγκλονίσει την υφήλιο, όχι μόνο γιατί αποτυπώνει μια ασύλληπτη τραγωδία, αλλά και για έναν άλλο λόγο.
Την ώρα που μιλάει, οι τηλεοπτικές κάμερες «συλλαμβάνουν» μια άγνωστη γυναίκα, να την πλησιάζει και να της κάνει μια ένεση πάνω από τα ρούχα της.
Δευτερόλεπτα μετά η Ναντέζντα Τύλικ, δεν μπορεί να μείνει όρθια, ούτε να μιλήσει, απόρροια της ένεσης που της έκαναν ώστε η «ενοχλητική» φωνή της να σιωπήσει.
Στην ομαδική επιμνημόσυνη δέηση για τις χαμένες ζωές των ανδρών του «Kursk» λίγες ημέρες μετά, ο ναύαρχος Βλαντιμίρ Κουρογιέντοφ δίνει το παρόν και χαιρετάει τις συζύγους και τα παιδιά τους.
Όταν πλησιάζει τον γιο του Γκενάντι Λιάτσιν, ο μικρός βλέπει το απλωμένο χέρι του Κουρογιέντοφ και απλά σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε στα μάτια, αρνούμενος την χειραψία στον άνθρωπο που έκανε τελικά ότι μπορούσε για να μην σωθεί ο πατέρας του.