«Το Χόλιγουντ κάνει κιμά τις καλές ιδέες»

Ο διάσημος σταρ μιλά στο «Πρώτο Θέμα», εξηγεί πώς βίωσε το θαύμα του Αγίου Νεκταρίου στον «Ανθρωπο του Θεού», ξεσπάει κατά μεγάλων παραγωγών και της Marvel και διηγείται ιστορίες για δεινόσαυρους που γίνονται πουλιά

Κουλ, άνετος, με χιούμορ, από αυτούς που θα ήθελες να σου διηγούνται για ώρες ιστορίες στην μπάρα ενός ιρλανδέζικου μπαρ – απ’ όπου και η μακρινή καταγωγή του. Αυτός είναι ο Φίλιπ-Αντρέ-Μίκι Ρουρκ, ο οποίος κάθεται απέναντί μου δίνοντας μια εντελώς διαφορετική εντύπωση από αυτή που τον συνοδεύει χρόνια τώρα ως τον άγριο του κινηματογραφικού συστήματος. Εδώ, δίπλα στη θάλασσα του Σαρωνικού, στον καναπέ του μαγευτικού «Island» στη Βουλιαγμένη, όλα του φαίνονται υπέροχα και αυθεντικά, οι Ελληνες φανταστικοί και η ταινία στην οποία συμμετέχει, «Ο Ανθρωπος του Θεού», αυτή ακριβώς που θα ήθελε, με μια σκηνοθέτιδα που έχει ήδη κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Η Γελένα Πόποβιτς φρόντισε μάλιστα να κάθεται δίπλα του καθ’ όλη τη διάρκεια των τηλεοπτικών συνεντεύξεων που προηγήθηκαν συναινώντας σε όλα όσα έλεγε ο Μίκι Ρουρκ για τη θρησκεία και για την αληθινή ψυχή που παραμένει «το μόνο σημαντικό και ο λόγος που γίνεται αυτή η ταινία – όχι το χρήμα».

Φορώντας ένα φυλαχτό του Αρχάγγελου Μιχαήλ και άλλο ένα με μια μικρή εικόνα του Απόστολου Ιούδα του Θαδδαίου, στον οποίο προστρέχει πάντα όταν βρει τα δύσκολα, ο Ρουρκ δεν αρνείται ότι είναι βαθιά θρήσκος και ότι έχει εμπειρία από μικρά και μεγάλα θαύματα: έχει δει τον αδελφό του να σώζεται από τροχαίο με μοτοσικλέτα ενώ όλοι τον είχαν ξεγραμμένο και τον ίδιο να βιώνει μικρά αναστάσιμα ενσταντανέ σε μια ζωή όπου πολλοί -με πρώτο απ’ όλους τον ίδιο- τον ήθελαν τελειωμένο. Αυτοκαταστροφικός, όπως συνήθως ταιριάζει στα μεγάλα ταλέντα, δεν κατάφερε να σηκώσει την τεράστια ανταπόκριση που είχε η παρουσία του από τότε που ξεπήδησε από το Actors Studio, ως γνήσιος διάδοχος του Μάρλον Μπράντο, για να κατακτήσει μέσα σε μία δεκαετία ό,τι κανείς άλλος δεν μπορούσε καν να φανταστεί: κεντρικούς ρόλους, δόξα, καλές κριτικές, γυναίκες, πολλά λεφτά. Αλλά τα σκοτάδια κάπως τον έσπρωχναν προς τα όρια κάνοντάς τον, για παράδειγμα, να προτιμάει τις εναλλακτικές ταινίες και να πειραματίζεται γράφοντας σενάρια που φρόντιζε να κρατάει -σχεδόν- πάντα στο συρτάρι. Κάποια στιγμή σιχάθηκε ακόμα και την εύκολη επιτυχία και λίγο προτού κλείσει τα 40 τα παράτησε όλα για να ανέβει στο ρινγκ, σημειώνοντας μια αξιοθαύμαστη πορεία ως παλαιστής και εξολοθρεύοντας ό,τι έβρισκε στο διάβα του: ανθρώπους και αστυνομικούς που τον σταματούσαν για έλεγχο στο Μαϊάμι – αλλά και την ίδια του την καριέρα, που την είδε να διαλύεται προτού καν προλάβει να αναλογιστεί τις επιπτώσεις. Αλλά και πάλι, πολλά μπορεί κανείς να προσάψει στον Ρουρκ, αλλά ποτέ ότι ήταν μέτριος. Πάντοτε των άκρων, συνεργάστηκε με σκηνοθέτες πρώτης γραμμής όπως ο Φράνσις Φορντ Κόπολα και ο Αλαν Πάρκερ, αλλά και με εναλλακτικούς και με σκηνοθέτες σε b-movies δράσης, αφού ανέκαθεν σιχαινόταν το mainstream.

«Ποτέ μου δεν άντεξα τη μετριότητα και ίσως γι’ αυτό να ήμουν τόσο παρεξηγήσιμος», ομολογεί καθώς κάθεται ξαπλωμένος απέναντί μου με τη γνωστή hoodie μπλούζα, κάτω από την οποία διακρίνονται τα τατουάζ του-έπαθλα μιας ολόκληρης ζωής. Φοράει μαύρα γυαλιά, τα οποία βγάζει όταν θέλει να με κοιτάξει κατευθείαν στα μάτια, κάνει έντονες κινήσεις και έχει την άνεση ενός ανθρώπου που πάντα φοβόταν για την ψυχή του, αλλά όχι για τη ζωή του. Καπνίζει αρειμανίως, όπως οφείλει να μην κάνει ένας Αμερικανός, και αφήνει να διαφανεί το διάσημο ειρωνικό μειδίαμα -αυτό που κόπιαρε αργότερα ο Μπρους Γουίλις-, που τον έκανε διάσημο στις «9 1/2 εβδομάδες» όταν του εξομολογούμαι ότι μου θυμίζει κάτι μεταξύ χορευτή και επαγγελματία δολοφόνου.

Γελάει αλλά εγώ επιμένω ρωτώντας τον με ποια από τις δύο εκδοχές ταυτίζεται: «Εξαρτάται από τη μέρα, αλλά μπορώ να σου χορέψω αν θες», λέει γελώντας και δεν μπορώ να μη θυμηθώ όλες αυτές τις μοιραίες σκηνές στην καριέρα του που τον ανέδειξαν ως έναν από τους ηθοποιούς που εκφράζεται κατεξοχήν με το σώμα. Αρκεί να τον δεις να βγαίνει από το μπαρ στην ταινία «Barfly», όπου βαδίζει σαν αλκοολικός κουασιμόδος για να δεις τι σημαίνει σωματική ερμηνεία, να χαζέψεις κάποια αδιανόητα ερμηνευτικά ξεσπάσματα στον υπέροχο «Δαιμονισμένο Αγγελο» ή να θαυμάσεις τις υπαρξιακές αυτοκαταστροφικές βουτιές του στον «Παλαιστή». Δεν παραληρούσαν όλοι τυχαία όταν πρωτοείδαν τον Ρουρκ στην οθόνη σε ένα μόλις πεντάλεπτο πέρασμα από την «Εξαψη», όπου έκλεψε τις εντυπώσεις σκαρφαλώνοντας απότομα στη δύσκολη κλίμακα της διασημότητας. Τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 όλοι ήθελαν τον αντικομφορμιστή Ρουρκ για την ταινία τους έχοντας βαρεθεί τους καλογυαλισμένους πρωταγωνιστές με τα ωραία ρούχα και το γλυκό πρόσωπο – ακόμα κι αν δεν ήξεραν τι τους ξημερώνει. Ο Αλαν Πάρκερ δεν τον άντεχε, αλλά εκ των υστέρων παραδέχτηκε ότι ποτέ στη ζωή του δεν ξανάδε «αυτό το ερμηνευτικό μποξ και το ρεσιτάλ ερμηνείας που έβλεπα να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μου, καθώς ο Ντε Νίρο και ο Ρουρκ διαρκώς αυτοσχεδίαζαν στον “Δαιμονισμένο Αγγελο”».

«Ποτέ δεν άντεξα το Χόλιγουντ, όλη αυτή τη βιομηχανία που καταλήγει να κάνει κιμά τις καλές ιδέες πολτοποιώντας ό,τι ενδιαφέρον υπάρχει κάτω από την ταμπέλα του κλισέ. Το βλέπεις πώς στήνουν τις υπερπαραγωγές με βάση μια συγκεκριμένη συνταγή και με προβλέψιμες φάτσες – θαρρείς πλέον πως όλοι είναι ίδιοι. Πού είναι η ψυχή σε όλα αυτά;» μου λέει ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του καθώς απευθύνει ρητορικά το ερώτημα. Συγκινείται όταν του θυμίζω ότι ο Γουόλτερ Χιλ, σκηνοθέτης του «Ωραίου Τζόνι», είχε πει γι’ αυτόν ότι είναι «ένας ρομαντικός που δεν μπορεί απλώς να συμβιβαστεί με τον ισοπεδωτικό τρόπο που λειτουργεί το σύστημα». «Ναι, έτσι είναι. Πάντα πίστευα σε κάτι ανώτερο στο οποίο πρέπει να αποβλέπουν οι ταινίες, αν όχι σε έναν στόχο, στο να μπορούν να αποκαλύψουν κάτι από την ψυχή. Αγαπούσα τους ανθρώπους με όραμα και όχι την ισοπέδωση. Το να περιμένουν από εσένα να είσαι ένας ηλίθιος διεκπεραιωτής και όταν πηγαίνεις σπίτι να σιχαίνεσαι τον εαυτό σου. Γιατί αυτό κάνει η χολιγουντιανή βιομηχανία», μου λέει με πικρία. Οχι ότι δεν το έχει νιώσει και ο ίδιος για τον εαυτό του. Ομολογεί πως για μία δεκαετία αυτοκαταστρεφόταν γυρίζοντας κακές ταινίες και ότι ένιωσε πολύ άσχημα όταν έκανε τους «Δύο σκληρούς ατσίδες», τη χειρότερη ταινία στην καριέρα του. «Ηταν αμέτρητα τα χρήματα και τα πήρα νιώθοντας κάπως σαν πόρνη» – με τα οποία αγόρασε το σπίτι του Ελβις Πρίσλεϊ! «Ηταν η εποχή που είχα χάσει την πίστη μου στο σινεμά. Γι’ αυτό το έκανα. Τα χρήματα με νοιάζουν μόνο και μόνο για να μπορώ να ζω αξιοπρεπώς και να ταΐζω τα σκυλιά μου. Γι’ αυτό και ένιωσα να με αγγίζει πολύ η απόγνωση αυτού του παράλυτου ανθρώπου που ερμηνεύω στον “Ανθρωπο του Θεού”, ο οποίος ένιωθε ότι δεν είχε χρήματα ούτε καν για να ταΐσει τους ανθρώπους του». Είναι η σκηνή, λίγο πριν από το τέλος της ταινίας, όπου ερμηνεύει έναν παράλυτο τον οποίο κάνει καλά ο Αγιος Νεκτάριος. Τον κεντρικό ρόλο έχει ο Αρης Σερβετάλης, με τον οποίο ο Ρουρκ φαίνεται πως είχε άψογη συνεργασία κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.

Οι δεινόσαυροι που έγιναν πουλιά

Ωστόσο, δεν συμφωνεί μαζί μου ότι συνεργάζεται με τη Γελένα Πόποβιτς επειδή σιχαίνεται το mainstream και δείχνει εμπιστοσύνη στους εναλλακτικούς σκηνοθέτες. «Είμαι εδώ όχι μόνο επειδή η Γέλενα κέρδισε την εμπιστοσύνη μου, αλλά και επειδή έχει ακεραιότητα και όραμα. Ακριβώς, δηλαδή, αυτό που λέγαμε ότι στερούνται στην Αμερική, όπου τους ενδιαφέρει μόνο το χρήμα. Ευτυχώς, δεν είναι έτσι ούτε στην Ελλάδα, ούτε στη Ρωσία, ούτε στην Ευρώπη».
«Αλήθεια, είστε ονειροπόλος; Δον Κιχώτης ή κάτι άλλο;» τον ρωτάω κάπως αιφνιδιαστικά για να απαντήσει θετικά, αφού ακόμα, όπως μου λέει, αναζητά την απόλυτη ταινία ή τον απόλυτο ρόλο όπως ο Δον Κιχώτης αναζητούσε τη Δουλτσινέα του – αυτόν που δεν έχει βρει ακόμα. «Θα τον βρω όμως τον ρόλο τώρα που ξανακέρδισα την πίστη μου στην ηθοποιία και τη χαρά της», καταλήγει αφήνοντας να φανεί μια αισιοδοξία που δεν την περιμένεις από τον Ρουρκ. Μιλώντας για ιδανικούς ρόλους και ιστορίες, τον ρωτάω να μου πει πώς προέκυψε εκείνη η σουρεάλ σκηνή στο «Ινδαλμα», την ταινία που έγραψε ο ίδιος και όπου συμπρωταγωνιστούσε παρέα με το κολλητάρι του, τον Κρίστοφερ Γουόκεν, και μου λέει από πού ξεκίνησε η ιδέα: «Ο Κρίστοφερ, που είναι ένας υπέροχος άνθρωπος και ηθοποιός, άρχισε να μου λέει μια θεωρία για τους δεινόσαυρους που δεν έχουν εξαφανιστεί από τον πλανήτη, ούτε χάθηκαν ποτέ, αλλά μεταλλάχτηκαν και τελικά κατέληξαν να γίνουν πουλιά. Ηταν σαν να προσπαθούσε να μου εξηγήσει επιστημονικά κάτι που έμοιαζε με παραμύθι. Και ήταν η στιγμή που συνειδητοποίησα ότι τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία είναι πολύ ρευστά. Γι’ αυτό αποφάσισα να εντάξω αυτούσια αυτή τη σκηνή στην ταινία υποστηρίζοντας πως τελικά αυτό το μαγικό μείγμα είναι το ίδιο το σινεμά. Κρίμα που τελικά η ταινία δεν βρήκε ευρεία διανομή».

Ρεπουμπλικανός και υποστηρικτής του IRA!

Αυτός ακριβώς, λοιπόν, είναι ο Μίκι: ένας ονειροπόλος γίγαντας που μάχεται κατά του κόσμου, όταν αυτό που θέλει από αυτόν είναι απλώς η ουσιαστική ματιά του – και η αληθινή αγάπη του. «Δεν μου αρέσουν αυτά τα ψεύτικα φιλιά που ανταλλάσσουν στον αέρα στο Χόλιγουντ, ο δήθεν ενθουσιασμός, οι ευχαριστήριοι λόγοι στη μαμά και τον μπαμπά από τους χίπστερ με τα φανταχτερά πουκάμισα». Μου περιγράφει διάφορα «αγαστά» για κορυφαίους σκηνοθέτες όπως ο Στίβεν Σπίλμπεργκ που δεν λέγονται και φαντάζομαι πως δεν θα είναι από αυτούς που θα ξόδευαν την καραντίνα τους στο όμορφο οικογενειακό περιβάλλον του Τομ Χανκς – ακόμα κι αν δεν νοσούσε από κορωνοϊό.

«Τον φοβάμαι τον ιό, ανησυχώ που τώρα ανεβαίνουν τόσο τα κρούσματα και στη χώρα σας και περιμένω με αγωνία το εμβόλιο το οποίο θα το έκανα. Η μόνη περίπτωση να μην το έκανα είναι αν με διέταζε να το κάνω ο απατεώνας ο Τραμπ!» επαναλαμβάνει θυμίζοντας πως αυτή είναι η πρώτη δήλωση που έκανε στα τηλεοπτικά κανάλια όταν ήρθε. Οχι ότι δεν σιχαίνεται σχεδόν όλους τους πολιτικούς που ανέκαθεν «πουλούσαν ψέματα στον κόσμο». Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος διατηρεί την παγκόσμια πρωτοτυπία τού να έχει υποστηρίξει από τη μία τον Πόλεμο στον Κόλπο και από την άλλη να έχει εναντιωθεί στις επιθέσεις κατά των Σέρβων. Βέβαια, παρότι απορώ πώς γίνεται να έχει υπάρξει ταυτόχρονα υποστηρικτής του Μπους και των αναρχικών, δεν μπορώ να τον φανταστώ να διαδηλώνει με διάφορους χίπηδες κατά του πολέμου με πλακάτ που γράφουν «Κάντε έρωτα και όχι πόλεμο». Ξεσπάει στα γέλια όταν του το λέω και μου απαντά πως έχει κάνει άλλα, χειρότερα. «Οπως την υποστήριξη στο IRA;» τον ρωτάω και αρχίζει να μου εξηγεί: «Είπα να κάνω μια ταινία για πραγματικά ρομαντικό σκοπό, μια και μιλάμε για ρομαντισμό. Δεν περίμενα να κερδίσω χρήματα από το “Francesco”, απλώς ήθελα να βοηθήσω δυο-τρεις ανθρώπους που πραγματικά πλήρωναν την αδικία», μου λέει για την ταινία που έκανε με θέμα τον Αγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, παραδεχόμενος ότι αυτή η ιστορία τού κόστισε πάρα πολύ «σε δημοσιότητα και χρήματα». Ηταν τότε που σε συνέντευξη Τύπου στις Κάννες είχε αφήσει εμβρόντητους τους δημοσιογράφους δηλώνοντας πως θα διαθέσει το 1 εκατομμύριο δολάρια που κέρδισε από το «Francesco» σε «θρησκευτικό σκοπό», εννοώντας τον αγώνα του IRA! Παράλληλα, την ίδια χρονιά γύρισε το «Καμία προσευχή για τους πεθαμένους», μια ταινία με κορυφαίο καστ, όπως ο Λίαμ Νίσον και ο Αλαν Μπέιτς, όπου ο Ρουρκ υποδύεται μοναδικά τον άκρως θρησκευόμενο καθολικό και πρώην στρατιώτη του IRA Μάρτιν Φάλον, μια μορφή εμπνευσμένη από τον Τζόι Ντόχερτι, τον οποίο ο ίδιος ο Ρουρκ είχε επισκεφτεί πολλές φορές στη φυλακή και για τον αγώνα του οποίου συγκέντρωσε τα χρήματα. Οι επιθέσεις όμως ήταν τέτοιες -όπως και οι απειλές για τη ζωή του- που έπαψε ακόμη και να μιλάει για τον IRA, διατηρώντας ωστόσο σε εμφανή θέση το τατουάζ που είχε χτυπήσει με το σήμα του Ιρλανδικού Στρατού, στο χέρι της καρδιάς. «Η αλήθεια είναι ότι αποφεύγω να μιλάω για την ιστορία αυτή με κάθε τρόπο. Την τελευταία φορά που μίλησα για πολιτική και την υπόθεση του IRA ήταν όταν είπα τη Θάτσερ μ…ί», μου λέει γελώντας.

Ο πόλεμος με τη Marvel και η ολική επιστροφή με τον Αρονόφσκι

Μια παραδοχή που αποδεικνύει ότι ο Ρουρκ δεν μάσησε τα λόγια του -και όχι μόνο για την πολιτική- αφού η ειλικρίνειά του είναι τουλάχιστον περιβόητη στο Χόλιγουντ. «Αλήθεια, δεν φοβηθήκατε ότι θα χτυπήσετε σε τοίχους βάζοντάς τα με τους κορυφαίους παραγωγούς του Χόλιγουντ;». «Οχι», μου απαντάει μονολεκτικά επιμένοντας στο δικαίωμα της αυτοέκφρασης, η οποία έχει χαθεί προ πολλού στο κλειστό κινηματογραφικό σύστημα της Αμερικής. «Δεν μπορώ να δεχτώ ότι θα δώσω τα πάντα για να στήσω έναν πολυδιάστατο χαρακτήρα που να έχει ενδιαφέρον πέρα από τα δίπολα του καλού και του κακού και να μου χαλάνε ό,τι έχω φτιάξει. Το ξέρεις ότι η Marvel μού έκοψε ολόκληρες σκηνές καταστρέφοντας τον χαρακτήρα που είχα δημιουργήσει για το “Iron Man 2”, αφήνοντας μόνο τα σημεία όπου ο κακός απλώς τα έκανε όλα λίμπα; Το έκανε εντελώς κλισέ ώστε να ταιριάζει με τα ανόητα χολιγουντιανά πρότυπα που χωρίζει τον κόσμο σε καλό και σε κακό. Αυτό είναι έλλειψη σεβασμού όχι μόνο προς τον ηθοποιό, αλλά και προς την ίδια την ταινία», μου λέει εκνευρισμένος ακόμα με το θράσος μιας εταιρείας-κολοσσού, η οποία τόλμησε να καταστρέψει τη δική του εκδοχή για τον ρόλο. Δεν είναι λίγο να τολμάς να τα βάζεις με εταιρείες όπως η Disney και η Marvel, λέγοντας στη συνέντευξη Τύπου που διοργανώνεται για την προώθησή της ότι «δεν ξέρουν τι τους γίνεται», αλλά ο Ρουρκ το τόλμησε κλείνοντας έτσι την πόρτα σε έναν κύκλο ταινιών που ξεκίνησε με την εκπληκτική του ερμηνεία στην «Sin City» και ολοκληρώθηκε απότομα με το «Iron Man 2». Και μετά ήρθε ο Ντάρεν Αρονόφσκι για να τον βγάλει από την κατάθλιψη και την επίμονη άρνηση που τον είχε κάνει να πει όχι ακόμα και σε κορυφαίες ταινίες, όπως το «Pulp Fiction» ή αργότερα το «Death Proof» του Κουέντιν Ταραντίνο.

Με τη συνεργασία του με τον Αρονόφσκι στον «Παλαιστή» απέδειξε όχι μόνο ότι διατηρεί ακόμα τη στόφα του καθαρόαιμου, κορυφαίου ηθοποιού αλλά και του απέθαντου επαγγελματία που διεκδικεί -ίσως ο μόνος- την επιστροφή για τρίτη φορά στη ζωή του. Σαν τον μποξέρ που σηκώνεται ξαφνικά στον τελευταίο γύρο για να πάρει τη ρεβάνς, έτσι και ο Μίκι επέστρεψε στην οθόνη για να σαρώσει τις εντυπώσεις και τα βραβεία αποδεικνύοντας ότι είναι ερμηνευτικά και κυριολεκτικά ζωντανός. Εν τω μεταξύ, είχε πραγματοποιήσει δύο απόπειρες αυτοκτονίας, είχε καταδυθεί σε πάσης φύσεως καταχρήσεις, είχε αναλωθεί σε ξυλοδαρμούς – εν ολίγοις, είχε προλάβει να δει τη ζωή του άνω κάτω, αλλά και να τον εγκαταλείπουν όλοι μα όλοι και να μένουν δίπλα του μόνο οι σκύλοι του. «Είναι τα όντα που αγαπάω περισσότερο από οτιδήποτε άλλο», μου λέει. «Ισως επειδή, όπως λες, είμαι ρομαντικός, ίσως γιατί είμαι μοναχικός, ίσως γιατί εξακολουθώ να περιμένω αληθινά αισθήματα και όχι ψέματα από τους ανθρώπους. Τα σκυλιά μου με κράτησαν στη ζωή δίνοντάς μου έναν πραγματικό λόγο να σηκώνομαι κάθε μέρα – επειδή είχα κάποιον να φροντίζω». Ποιος, αλήθεια, θα είχε τα κότσια να το ομολογήσει; Σε έναν κόσμο από κατασκευασμένους ψεύτικους σελέμπριτι και δήθεν εκκεντρικούς ο Μίκι Ρουρκ έχει αποδείξει ότι μπορεί να είναι ο αληθινός πρωταγωνιστής της άγνωστης πλευράς του Χόλιγουντ, ένας πανκ Δον Κιχώτης που απλώνει χωρίς διακρίσεις το δόρυ του βαδίζοντας σε μια δική του χώρα. Φτιαγμένος από τα υλικά της παλιάς σχολής όπου αυτό που μετρούσε ήταν κυρίως η αυθεντική στόφα και η ερμηνεία, εξακολουθεί ακόμα και τα τελευταία χρόνια να κλέβει τις εντυπώσεις ακόμα και με cameo ρόλους – που ωστόσο, όπως λέει ο ίδιος, «είναι πολύ σημαντικοί για την πλοκή».

Ποιος μπορεί να τον ξεχάσει ως τρελαμένο τραβεστί στο «Animal Factory» του Στιβ Μπουσέμι ή ως απονενοημένο γκάνγκστερ στο «Κάποτε στο Μεξικό» του Ρόμπερτ Ροντρίγεζ; Γι’ αυτό και πλέον έχουμε έναν ακόμα πολύ σοβαρό λόγο, εκτός από το εξαιρετικό καστ των Αρη Σερβετάλη, Αλεξάντερ Πετρόφ, Γιάννη Στάνκογλου και Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη, να δούμε τον «Ανθρωπο του Θεού», μια παραγωγή της Simeon Entertainment και της View Master Films, σε συνεργασία με την Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπεδίου και το Ινστιτούτο Αγιος Μάξιμος ο Γραικός και την υποστήριξη του ΕΚΟΜΕ. Γυρίζοντας αυτές τις ταινίες που μιλάνε για την πίστη, τον Θεό και την ανθρώπινη ψυχή, ο Μίκι Ρουρκ μοιάζει να προσπαθεί να διατηρήσει ατόφια τη -χαμένη- αθωότητά του. «Μήπως προσπαθείς να σώσεις το παιδί που έχεις μέσα σου;» τον ρωτάω, ίσως γιατί σπάνια διακρίνεις τέτοια αμεσότητα σε ένα σύστημα όπου περισσεύουν το φτιασίδωμα και η υποκρισία. «Δεν ξέρω, σίγουρα όμως το αφήνω να κάνει τα δικά του μερικές φορές», μου απαντάει χωρίς να το σκεφτεί, σίγουρος πως αυτά τα γενέθλιά του -για τα οποία γενικά αποφεύγει να μιλάει-, λίγες μόλις ώρες αφότου θα έχει αναχωρήσει από την Ελλάδα, θα τον βρουν πολύ καλύτερα. Με την ευλογία του Αγίου Νεκταρίου.