Εθνική Πινακοθήκη: Ξενάγηση στην Κιβωτό της Επανάστασης

Το «ΘΕΜΑ» παρουσιάζει τα εκθέματα και το νέο κτίριο, που θα ανοίξει πρώτη φορά τις πύλες του για να υποδεχτεί τους ξένους ηγέτες οι οποίοι θα επισκεφθούν τη χώρα μας για τον εορτασμό των 200 χρόνων από την Εθνική Παλιγγενεσία.

Της Τίνας Μανδηλαρά

 

Tο έργο του Ιάκωβου Ρίζου «Στην ταράτσα ή Αθηναϊκή βραδιά» απεικονίζει έναν αξιωματικό του Ναυτικού, o οποίος εικάζεται ότι είναι  ο πρίγκιπας Ανδρέας της Ελλάδας

Αντίστροφη μέτρηση και για την πρόσβαση του κοινού μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων.

Mοιάζει σχεδόν με όνειρο που έγινε αληθινό: μετά από χρόνια αναμονής και από πολλές απροσδόκητες περιπέτειες η Εθνική Πινακοθήκη, το μουσείο με τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα του παραστατικού πολιτισμού της χώρας μας, το καταφύγιο για έργα που έζησαν μέσα από τις μνήμες μας και κυρίως στις καρδιές μας -του Γύζη, του Ελ Γκρέκο, του Ιακωβίδη, του Λύτρα, του Πανταζή- μαζί με σπάνιους ξένους θησαυρούς που δεν είχαν αποκαλυφθεί έως τώρα, ανοίγει επίσημα τις επιβλητικές της πύλες.

Tο μεγαλοπρεπές έργο του Νικηφόρου Λύτρα «Προσωπογραφία της Κλεμάνς Σερπιέρη»

Μπορεί, για την ώρα, την πρώτη γεύση να την πάρουν οι επίσημοι ηγέτες που θα επισκεφτούν τη χώρα μας για τους εορτασμούς της εθνικής μας επετείου, ωστόσο η Πινακοθήκη είναι καθ’ όλα έτοιμη να υποδεχτεί το κοινό όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες και ανοίξουν τα μουσεία. Το «ΘΕΜΑ» βρέθηκε στα άδυτα της πλήρως ανακαινισμένης Εθνικής Πινακοθήκης και είδε από κοντά τους νέους χώρους, θαύμασε τα ανεκτίμητα έργα που παρουσιάζονται για πρώτη φορά και θυμήθηκε γιατί αγαπάμε πάντα τα φωτεινά πρόσωπα του Γύζη, την αθωότητα του Ιακωβίδη, το περήφανο κλέος του Βρυζάκη – γιατί σίγουρα χωρίς αυτόν δεν εορτάζεται και δεν μνημονεύεται το πνεύμα του 1821.

Η εντυπωσιακή αίθουσα του πρώτου ορόφου  φιλοξενεί αντιπροσωπευτικά δείγματα της ελληνικής ζωγραφικής. Μεταξύ άλλων, έργα των Λύτρα, Ιακωβίδη, Γύζη, Πανταζή

Ολο το χρονικό

Κατ’ αρχάς, η έκπληξη είναι το ίδιο το συγκρότημα της Εθνικής μας Πινακοθήκης, καθώς υπάρχει πλέον άλλο ένα κτίριο-επέκταση στο ήδη γνωστό, που θεωρείται μνημείο του εθνικού μας πολιτισμού και κυριολεκτικά αναστήθηκε – αυτό το κλασικό δείγμα του μοντερνισμού που σχεδίασαν οι οραματιστές αρχιτέκτονες Νικόλαος Κ. Μουτσόπουλος, Παύλος Μυλωνάς και Δημήτρης Φατούρος στις αρχές της δεκαετίας του ’70, τότε που οι αυστηρές γραμμές και τα τετραγωνισμένα κτίρια από μπετόν ύψωναν αυθάδικα το επαναστατικό τους κλέος σε ολόκληρη την πόλη διεκδικώντας μια πιο δημοκρατική συνιστώσα στην αρχιτεκτονική.

Σήμερα το κτίριο αυτό έχει αποκτήσει μια άλλη εξωστρέφεια και έχει ανοιχτεί ξανά στην πόλη διαθέτοντας παντού παράθυρα που βλέπουν σε διαφορετικές γωνιές του αστικού τριγώνου, καθώς και σκάλες, τεράστιες τζαμαρίες και κλίμακες που στολίζουν τον κεντρικό χώρο βοηθώντας το φως να διαπερνά από παντού. Στον προαύλιο χώρο της νέας Εθνικής Πινακοθήκης μάς υποδέχεται πανηγυρικά το κατάμαυρο, εντυπωσιακό γλυπτό του Ροντέν, ένα σημαντικό γλυπτό του 1900 και ένα από τα τρία σπάνια νόμιμα αντίτυπα που κυκλοφορούν σε όλο τον κόσμο, όπως μας πληροφορεί κατά την ξενάγηση η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης και καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα. Πρόκειται για ένα από τα αντιπροσωπευτικά assemblages (συναρμολογήσεις) του Ροντέν, όπως αποκαλούσαν αυτά τα συνδυαστικά έργα του αρχαίου γλυπτού με τις σύγχρονες προσθήκες. Δίπλα του ξεχωρίζει ένα άκρως μοντέρνο έργο του Takis – σαν να συνομιλούν μεταξύ τους οι καλλιτέχνες εκθέτοντας δύο διαφορετικούς αλλά πάντοτε επαναστατικούς δρόμους για τη σύγχρονη τέχνη.

Η περίφημη «Ελλάς ευγνωμονούσα»  του Θεόδωρου Βρυζάκη κλέβει τις εντυπώσεις

Το εσωτερικό της Πινακοθήκης είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό, καθώς στην είσοδο, λίγο προτού προχωρήσει κανείς στους κεντρικούς εκθεσιακούς χώρους, κυριαρχεί η τεράστιας κλίμακας «Λαϊκή Αγορά» του Παναγιώτη Τέτση που επιβάλλεται στον χώρο στέλνοντας το μήνυμα της ανοιχτοσύνης και της δημοκρατικότητας που διεκδικεί το μουσείο για τους πολίτες. Αλλωστε το καλό είναι ότι ο μοντέρνος χαρακτήρας διατηρείται αυτούσιος δείχνοντας μια ανοιχτοσύνη που έχει ανάγκη ένα μοντέρνο μουσείο όπως αυτό: βέβαια, επρόκειτο για ένα άκρως δύσκολο εγχείρημα καθώς έπρεπε να διατηρηθεί το παραδοσιακό πνεύμα, αλλά παράλληλα να προχωρήσει ο εκσυγχρονισμός και εκμοντερνισμός του κτιρίου με τις δυσκολίες που ενείχε η προηγούμενη παλιά κατασκευή, γεγονός που αύξησε το κόστος στα 45 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 32 εκατ. είχαν προβλεφθεί από τα ΕΣΠΑ.

Πυρετώδεις οι εργασίες μέχρι την τελευταία στιγμή ώστε να είναι καθ’ όλα έτοιμη η Πινακοθήκη για να υποδεχθεί τους ξένους ηγέτες

Ευτυχώς, όμως, στην πορεία κατάφεραν να εξασφαλιστούν 43 εκατ. ευρώ από το Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αττικής-ΕΣΠΑ και από εθνικούς πόρους του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Αν σε αυτά προσθέσουμε και τα 17 εκατ. ευρώ από χορηγίες -τα 13 εκατ. του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος-, φτάνουμε σε ένα συνολικό ποσό 60 εκατ. ευρώ, το οποίο κατάφερε να καλύψει τις δαπάνες. «Η Πινακοθήκη συναγωνίζεται σήμερα με άνεση, σε κτιριακό επίπεδο, αλλά και σε εκθέματα, τα μεγάλα διεθνή μουσεία. Η παράδοσή της, που σηματοδοτεί την έναρξη των εκδηλώσεων για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση είναι το αποτέλεσμα μιας κοπιώδους προσπάθειας σε βάθος 10-12 χρόνων», σημειώνει η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη και εξηγεί όλο το χρονικό: «Τους τελευταίους 19 μήνες, από τον Ιούλιο του 2019, που παραλάβαμε το εργοτάξιο της Πινακοθήκης σε αδράνεια, έως σήμερα δώσαμε στο έργο της Πινακοθήκης την απόλυτη προτεραιότητα. Με δική μου συνεχή εποπτεία, με επίβλεψη του γενικού γραμματέα Γιώργου Διδασκάλου, με τη συντονισμένη συνεργασία των αρμόδιων στελεχών του υπουργείου και της Διεύθυνσης Προστασίας Νεώτερης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς, των στελεχών της Πινακοθήκης, των αναδόχων και πλήθος συνεργατών καταφέραμε να ξεπεράσουμε δύσκολα εμπόδια, όπως ήταν οι αντικειμενικές καθυστερήσεις που προέκυψαν εξαιτίας της πανδημίας, και να εκπληρώσουμε τον στόχο μας. Αυτό αναμφισβήτητα είναι ένα επίτευγμα για το υπουργείο Πολιτισμού και τα στελέχη του, ότι σήμερα παραδίδει, μέσα σε αντίξοες συνθήκες, ένα εμβληματικό έργο στους Ελληνες πολίτες.

Μπορεί για τους συνεργάτες μας και για όλους τους εμπλεκομένους οι 19 μήνες που περάσαμε στο εργοτάξιο να σήμαιναν τεράστιο μόχθο, σκληρή δουλειά, μεγάλη ανησυχία για την έγκαιρη επίλυση των ποικίλων προβλημάτων, αλλά ταυτόχρονα ήταν για μένα η απόδειξη ότι όλοι μαζί μπορούμε να φέρουμε εις πέρας έργα εμβληματικά που αναδεικνύουν τη σύγχρονη ταυτότητά μας, που μας κάνουν υπερήφανους, ακόμη και υπό τις αντίξοες συνθήκες που εκτελέστηκαν. Η παράδοση της Πινακοθήκης είναι μεγάλη ικανοποίηση, αλλά ταυτόχρονα και υπόσχεση ότι μπορούμε να εκτελέσουμε μέσα στον τετραετή προγραμματισμό μας τα άλλα εμβληματικά έργα για τα οποία δουλεύουμε σκληρά, δουλεύουμε συστηματικά και με την τήρηση ενός αυστηρού χρονοδιαγράμματος. Τα έργα του πολιτισμού σε ένα σύγχρονο κράτος πορεύονται χέρι-χέρι με την ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών και της οικονομίας».

Οσο για την κυρία Λαμπράκη-Πλάκα, δεν μπορεί να μην αναφερθεί, κατά την ξενάγησή μας, στο άκρως σημαντικό ζήτημα των δωρεών. «Χάρη σε αυτές τις τελευταίες δωρεές το μουσείο θα είναι και πλήρως εξοπλισμένο, όπως όλα τα σύγχρονα ευρωπαϊκά μουσεία, με την απαραίτητη εξωστρέφεια που πρέπει να επιδεικνύει ένας τέτοιος οργανισμός, με τις απαραίτητες βιβλιοθήκες, τις αποθήκες αλλά και τα γραφεία στα οποία μπορούν πλέον να εργάζονται οι εργαζόμενοι, ένα πραγματικά μεγάλο δώρο γι’ αυτούς», μας λέει η διευθύντρια τονίζοντας ότι ένα σημαντικό στοιχείο της εξέλιξης του μουσείου σε σύγχρονο οργανισμό είναι και η ψηφιακή του αναβάθμιση, καθώς είναι πλήρως εξοπλισμένο με τεράστιες οθόνες που ενημερώνουν το κοινό τόσο κατά την άφιξή του στον χώρο όσο και στο εσωτερικό με επιπλέον πληροφορίες και στοιχεία και με κείμενα γραμμένα με τρόπο εύληπτο από την ίδια την κυρία Λαμπράκη-Πλάκα.

Τα επιπλέον χρήματα για τον ψηφιακό αυτό σχεδιασμό εξασφαλίστηκαν και σε αυτή την περίπτωση από τους εθνικούς πόρους και ανέρχονται σε 2 εκατ. ευρώ, όπως μας πληροφορεί σχετικά η υπουργός Πολιτισμού, η οποία προσθέτει: «Τα έργα απέκτησαν επιτέλους τον χώρο που χρειάζονταν και το απαραίτητο φως ώστε να αναδειχθούν κατάλληλα. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και το έργο της συντήρησης που έχει προηγηθεί». Κατόπιν, η ίδια μας ανέλυσε όλες τις εργασίες που έγιναν κατά τη φύλαξη των έργων στις αποθήκες του Ασπροπύργου με σύγχρονες μεθόδους συντήρησης, απεντόμωσης κ.λπ., με αποτέλεσμα οι σημαντικοί θησαυροί της Πινακοθήκης να μπορούν τώρα να αναδειχθούν σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια.

Στο σημείο αυτό, καίριο ρόλο φαίνεται να διαδραματίζουν οι φωτισμοί, που σε συνδυασμό με τις ειδικές μεμβράνες που έχουν τοποθετηθεί στο ταβάνι των χώρων αναδεικνύουν με ακρίβεια τα έργα: πρώτη φορά βλέπουμε έτσι σε όλη τους την καθαρότητα τα πρόσωπα των Ελλήνων πολεμιστών στα έργα που απεικονίζουν το κλέος της Ελληνικής Επανάστασης και σε όλη τους την ένταση τα χρώματα, όπως εκείνο το κόκκινο της Βουργουνδίας, απόχρωση που έχει το φόρεμα της Κλεμάνς Σερπιέρη, η οποία πρωταγωνιστεί στον εντυπωσιακό πίνακα του Νικηφόρου Λύτρα.

Η άγνωστη επιθυμία του Τέτση

Σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη των έργων έπαιξε και η εντυπωσιακή μελέτη του κτιρίου με τις αδρές γραμμές, την κρυφή πολυτέλεια και το επαναστατικό πνεύμα που σχεδίασαν οι αρχιτέκτονες Γιώργος Παρμενίδης και Κριστίν Λονγκεπέ και απλώνεται σε μια τεράστια έκταση που καλύπτει, εκτός από τους κεντρικούς χώρους των μόνιμων και των περιοδικών εκθέσεων, άλλους τρεις χώρους κάτω από τη γη (αποθήκες, εργαστήρια και γραφεία της διοίκησης), με την πρόβλεψη το φυσικό φως να φτάνει μέχρι το υπόγειο.

«Ενα μουσείο δεν είναι μόνο ένας εσωστρεφής οργανισμός που συντηρεί τα έργα, αλλά ένας σύγχρονος που έχει άμεση σχέση με το κοινό, διατηρεί έναν ρόλο, ψυχαγωγικό, πολιτιστικό, αλλά και εμπορικό, που πρέπει να συντηρείται διαθέτοντας επιπλέον χώρους όπως συνεδριακά κέντρα και έχοντας και άλλες αποστολές», μας επισημαίνει η κυρία Λαμπράκη-Πλάκα. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν σέβεται και την περιουσία του, καθώς, όπως μας πληροφορούν αμφότερες, διευθύντρια και υπουργός, η Πινακοθήκη δεν θέλησε, για παράδειγμα, να εκμεταλλευτεί εμπορικά την απόφαση του Παναγιώτη Τέτση πουλώντας πίνακες του, παρότι ο ίδιος εξέφρασε αυτή την επιθυμία στη διαθήκη του προκειμένου να εξασφαλιστούν χρήματα για να αγοραστούν έργα νέων ζωγράφων! Υπήρξαν μάλιστα δύο ενδιαφερόμενοι συλλέκτες που επέμεναν να αγοράσουν δύο σπουδαία έργα του Τέτση αλλά η Πινακοθήκη δεν θέλησε να τα παραχωρήσει.

Ο σπουδαίος αυτός ζωγράφος και ευπατρίδης στο παρελθόν είχε συνδεθεί με πολλαπλούς τρόπους με την Πινακοθήκη αποτελώντας αναπόσπαστο κομμάτι της και αγαπώντας καθένα από τα έργα άλλων συναδέλφων του για διαφορετικούς λόγους. Λάτρευε και αυτός την «Προσωπογραφία της Κλεμάνς Σερπιέρη», αυτό το μεγαλοπρεπές έργο του Νικηφόρου Λύτρα που -επιτέλους!- έχουμε τη χαρά να το δούμε από κοντά αφού οι τεράστιες διαστάσεις του δεν επέτρεπαν την έκθεσή του: το είχαμε δει, κατ’ εξαίρεση, σε εκείνη την αξέχαστη έκθεση «Στα άδυτα της Πινακοθήκης» όπου είχε κλέψει τις εντυπώσεις. Το τεράστιο αυτό έργο δίνει μάλιστα το στίγμα της αίθουσας με τα έργα της μόνιμης συλλογής του πρώτου ορόφου, όπου, εκτός από την περίφημη «Προσωπογραφία», δεσπόζουν και άλλα εμβληματικά έργα του Λύτρα, όπως το υπέροχο «Φίλημα» που δίνει τη ρομαντική νότα δίπλα στην υποβλητικά σκοτεινή «Αντιγόνη», που απλώνει το χέρι πάνω από το νεκρό σώμα του αδελφού της Πολυνείκη: είναι συγκλονιστικός ο τρόπος που τα χρώματα της γης ξεχωρίζουν μέσα στο σκοτάδι αυτού του πίνακα.

Σε αντίστοιξη με αυτό έρχονται τα πιο «χαρούμενα» έργα του Γεωργίου Ιακωβίδη που ξεχωρίζουν στην άλλη πλευρά της αίθουσας και απεικονίζουν πρόσωπα απ’ όλες τις ηλικίες καθώς χαίρονται απλές στιγμές της ζωής και μοιάζουν να περιστοιχίζουν αρμονικά την επίσης δική του περίφημη «Παιδική συναυλία», αυτό το πολυβραβευμένο έργο του στη στροφή του 20ού αιώνα το οποίο είχε κλέψει τις εντυπώσεις στην τότε έκθεση του Παρισιού. Κυρίαρχα επίσης είναι τα πρώιμα τοπία Ελλήνων ζωγράφων που εμπνεύστηκαν από τους περιηγητές – μια άλλη πλευρά της Αθήνας που υποδέχεται κατά την είσοδο τον επισκέπτη.

Ποια έργα θα δουν οι ξένοι ηγέτες

Στο βάθος της ίδιας αίθουσας, του πρώτου ορόφου, αμέσως μετά τις ηθογραφίες, δεσπόζουν σπουδαία έργα του συμβολισμού που άνθησε στα τέλη του 19ου αιώνα και φυσικά επηρέασε Ελληνες ζωγράφους οι οποίοι είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό όπως ο δικός μας Νικόλαος Γύζης, μέλος της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου», που εδώ φαίνεται να αποποιείται την παραστατική νοοτροπία της πρώτης περιόδου του. Ετσι, θαυμάζουμε το επιβλητικό έργο του «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται», μια δημιουργία που εντοπίζεται ακριβώς στην αρχή του 20ού αιώνα, που συνοδεύεται από τέσσερις, εξίσου εντυπωσιακές και εντελώς αφηρημένης τεχνοτροπίας μελέτες, ενώ δίπλα ακριβώς τη δική της σημαίνουσα θέση καταλαμβάνει η «Εαρινή συμφωνία» του ίδιου δημιουργού.

Λίγο πιο πέρα, το βλέμμα κλέβουν τα χαρακτηριστικά έργα του Κωνσταντίνου Παρθένη, όπως ο υποβλητικός «Χριστός-Ανθρωπότης». Εντύπωση προκαλεί, στον αντίποδα των αφηρημένων έργων, το ανάλαφρο θέμα που πραγματεύεται το έργο του Ιάκωβου Ρίζου «Στην ταράτσα ή Αθηναϊκή βραδιά» με έναν αξιωματικό του Ναυτικού να είναι αναπαυτικά καθισμένος στην καρέκλα του σε μια σκηνή θερινής ραστώνης με θέα την Ακρόπολη και να διαβάζει ποίηση σε δύο κυρίες. Ο άνδρας αυτός εικάζεται ότι είναι ο πρίγκιπας Ανδρέας της Ελλάδος, πρόγονος του πρίγκιπα Κάρολου, και αυτός είναι ο πίνακας που η κυρία Λαμπράκη-Πλάκα προτίθεται να του δείξει κατά την ξενάγηση.

Αλλά επειδή οι ξένοι ζωγράφοι έχουν απεικονίσει με τον δικό τους τρόπο την Ελληνική Επανάσταση κάνοντας γνωστές σε όλο τον πλανήτη διαφορετικές στιγμές του Αγώνα όπως η σφαγή της Χίου, σίγουρα κατά την ξενάγηση τις εντυπώσεις θα κλέψει ο «Ελληνας καβαλάρης» του Ευγένιου Ντελακρουά. Το έργο εκτίθεται στην αίθουσα που βρίσκεται στην άλλη πλευρά του πρώτου ορόφου, μαζί με πολλά εμβληματικά έργα τα οποία αφορούν την Ελληνική Επανάσταση και εμπνεύστηκαν από αυτή, σε μια ειδική έκθεση που διοργανώνει η Πινακοθήκη με αφορμή πάντα την επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Παλιγγενεσία.

Τις εντυπώσεις φυσικά κλέβει πάντα η περίφημη «Ελλάς ευγνωμονούσα» του Θεόδωρου Βρυζάκη, αλλά και τα δύο ακόμα έργα του που έχουν πλέον γραφτεί στο ελληνικό ασυνείδητο ως άμεσα συνυφασμένα με την εικονοποιία της Ελληνικής Επανάστασης: η περίφημη «Εξοδος του Μεσολογγίου» αλλά και η «Υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι», τα οποία βρίσκονται αντικριστά το ένα με το άλλο, σαν να συνομιλούν παραπέμποντας στην ιερή για τους εξεγερμένους Ελληνες πόλη που αγάπησε τόσο ο Βύρων και η οποία κατέστη ο τόπος του ελληνικού ξεσηκωμού.
Ολα αυτά τα έργα είναι άμεσα συνυφασμένα με τις απαρχές της σύστασης του ελληνικού κράτους και, όπως σημειώνει η υπουργός Πολιτισμού: «Η Πινακοθήκη είναι η κιβωτός της ελληνικής τέχνης, άρρηκτα δεμένη στην πορεία της με την εξέλιξη του νέου ελληνικού κράτους, από το 1830 και μετά. Από τα πρώτα χρόνια της Παλιγγενεσίας, η προστασία των πολιτιστικών αγαθών συμπορεύτηκε με το νεοσύστατο κράτος.

Η πλούσια συλλογή της Πινακοθήκης, που θα εκτεθεί σε όλο της το εύρος, υπενθυμίζει τη σημασία της προστασίας της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Ταυτόχρονα, αποτελεί έναν δίαυλο πολιτιστικού διαλόγου και πολύτιμη παρακαταθήκη της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού έθνους. Η συλλογική, πολιτιστική μνήμη των Ελλήνων, όπως αυτή αποτυπώνεται στην κιβωτό της Πινακοθήκης, συνθέτει το πιο αισιόδοξο μήνυμα πορείας μας προς το μέλλον. Ενα μήνυμα διαχρονικό που αποδίδεται σε όλους τους Ελληνες».

Και αυτό είναι ακριβώς το πέρασμα από την Ιστορία στη νέα εποχή, για το οποίο κάνει λόγο η διευθύντρια της νέας πια Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα: «Η Εθνική Πινακοθήκη πράγματι εγκαινιάζει μια νέα εποχή για τα μουσεία της χώρας μας. Διαθέτει όλους τους απαραίτητους χώρους και τα εργαλεία για να αναδείξει τις συλλογές της και να ανταποκριθεί στους πολλαπλούς ρόλους ενός σύγχρονου μουσείου: στον επιστημονικό, στον ερευνητικό, στον εκπαιδευτικό και τον ψυχαγωγικό. Πιστεύω βαθιά ότι η Εθνική Πινακοθήκη θα γίνει και πάλι ο τόπος συνάντησης όλων των Ελλήνων».

Θα γίνει, όμως, και τόπος συνάντησης όλων των Αθηναίων αφού στους χώρους της θα λειτουργούν και δύο εντυπωσιακά καφέ: στον τρίτο όροφο θα λειτουργεί το καφέ-εστιατόριο «Παρθένης» -πώς αλλιώς θα λεγόταν;- και στο ισόγειο ένα αντίστοιχο με το όνομα «Ιλισσός», δίπλα ακριβώς στο σημείο από το γλυπτό του Βαρώτσου που θα βρίσκεται μέσα στο νερό – μια συμβολική παραπομπή στον ποταμό Ιλισσό που περνούσε ακριβώς από κάτω. Τα καλά νέα έρχονται και πάλι από την τέχνη, καθώς η πόλη απέκτησε ξανά το μουσείο της ή μάλλον η χώρα, αφού η Εθνική Πινακοθήκη δεν είναι παρά η καρδιά της εθνικής μας τέχνης – και πολλά παραπάνω από αυτή.